Skip to content →

Το λιώσιμο των φανταστικών χιονονιφάδων

Laurie Penny, thebaffler.com [04.01.2017]

μετάφραση

≃19' λεπτά

Η απαίτηση για στωική “δύναμη” από ένα καταπιεσμένο άτομο δεν είναι παρά ένας ακόμα τρόπος αποσιώπησης των εκκλήσεων για μεταρρύθμιση.

“Είσαι δυνατή γυναίκα;”

Το τηλεοπτικό συνεργείο ήθελε μια πιασάρικη απάντηση. Μαγνητοσκοπούσαμε ένα σύντομο ειδησεογραφικό ρεπορτάζ στην παραλία του Μπράιτον καθώς ο παγωμένος αέρας έπεφτε κατά ριπές στο μπουμ του μικροφώνου και οι γλάροι έκρωζαν για πατατάκια πετώντας σε κύκλους πάνω από τα κεφάλια μας. Δεν ήξερα πώς να απαντήσω.

Το ζήτημα του σθένους επανέρχεται πολύ αυτές τις μέρες, πιστεύω ότι είναι από τις πιο στάνταρ ερωτήσεις που περιμένω ν’ ακούσω όταν οι άνθρωποι με ρωτούν για τον φεμινισμό. Εκείνη την ημέρα, όμως, έτσουξε. Η αλήθεια είναι ότι μόλις και μετά βίας είχα βγει έξω από την πόρτα μου για να πάω να συναντήσω εκείνους τους καλούς ανθρώπους από την Ελβετική τηλεόραση, επειδή για τρεις ώρες έδινα μάχη με τον εαυτό μου προκειμένου να σηκωθώ απ’ το κρεβάτι, βυθισμένη καθώς ήμουν στον λάκκο της εποχιακής κατάθλιψης που σε συνδυασμό με την πολιτική απελπισία αποκτούσε ακόμα πιο σκοτεινή απόχρωση. Κάπου εκεί, ανάμεσα στο σημείο που τελειώνεις το ντουζ και σε αυτό που οι παλιοί δίσκοι των Placebo ξεκινάνε να σου μιλάνε πραγματικά. Η αποδιαρθρωμένη συνοχή μου με απέτρεψε από το να είμαι η γνωστή χιονονιφάδα του εαυτού μου.

“Νομίζω ότι αυτή η ερώτηση είναι λάθος”, είπα, προσπαθώντας να μιλήσω με σαφήνεια ενώ άφησα το βλέμμα μου να παρασυρθεί στον ορίζοντα ελπίζοντας ότι αυτή η αμηχανία θα περάσει για βαθύς στοχασμός. Ποτέ δεν πίστεψα ότι είμαι δυνατό άτομο, υπό οποιαδήποτε έννοια – είμαι μικροκαμωμένη, ευαίσθητη και επιρρεπής στο να σκέφτομαι αγχωδώς υπερβολικά. Όταν μιλάμε για θυμό, είναι πολύ πιο πιθανό να κλάψω από το να ρίξω μια μπουνιά. Ερχόμουν σε σύγχυση όταν οι άνθρωποι μου έλεγαν πόσο δυνατή είμαι, μέχρι που συνειδητοποίησα ότι το έλεγαν κάθε φορά που είχα παρενοχληθεί δημόσια, κάτι που μου συμβαίνει συχνά, όπως πολύ συχνά συμβαίνει και στις περισσότερες γυναίκες που τολμούν να εκφράσουν ανοιχτά τις πολιτικές τους απόψεις στο διαδίκτυο. Όταν η κακοποίηση με διαλύει και με κάνει να αναρωτιέμαι πώς μπορώ να συνεχίσω, μου λένε πόσο δυνατή είμαι, συνήθως άνθρωποι που θέλουν να διαβεβαιώσουν τους εαυτούς τους ότι αυτό που μου συμβαίνει έχει νόημα και σημασία.

Όταν αντιμάχομαι όμως, όταν συνεχίζω να γράφω για την αδικία όπως αυτή εκφράζεται μέσα από τις εκστρατείες εκφοβισμού που αποτελούν καθημερινότητα για κάθε ακτιβίστρια που έχω γνωρίσει, ειδικά όταν αισθάνομαι πιο δυνατή από ποτέ – τότε είναι που μου λένε πως είμαι αδύναμη. Μια κλαψιάρα. Μια ξεχωριστή χιονονιφάδα. Μια γκρινιάρα. Με τον σταυρό της Αρετής, όπως μου είπαν άνθρωποι οι οποίοι φαίνεται να πιστεύουν ότι η αρετή δεν είναι μια αξία της οποίας το πρότυπο πρέπει να επιδιώξουμε, αλλά μια λέξη κενή νοήματος.

Καθώς η πολιτική γίνεται όλο και πιο σκοτεινή, αυτού του είδους οι προσβολές χρησιμοποιούνται τώρα ως όπλα. Κάτι μεγαλύτερο συμβαίνει εδώ.

“Η μητέρα μου ήταν δυνατή γυναίκα”.

Ακούω διάφορες εκδοχές αυτής της φράσης, συχνά εκτός θέματος, κάθε φορά που μιλάω για τη γυναικεία απελευθέρωση και οι άνδρες που την αρθρώνουν φαίνεται να πιστεύουν ότι έδωσαν την απάντηση σε κάτι. Συχνά, αυτή η “δυνατή γυναίκα” είναι η γιαγιά τους, η σύζυγός τους, η κόρη τους, οποιαδήποτε γυναίκα της οποίας η ανθρώπινη υπόσταση μετριέται στην κλίμακα της οικειότητας που έχουν μαζί της – αλλά συνήθως αυτή γυναίκα είναι η μητέρα τους. Η μητέρα τους ήταν δυνατή. Αρκετά δυνατή, όπως υπονοείται, για να μη χρειάζεται να απελευθερωθεί. Αρκετά δυνατή για να αντέξει την αδικία. Αρκετά δυνατή ώστε τα παιδιά της να έρθουν, επίσης, σε συμβιβασμό με το γεγονός αυτό.

Ζούμε σ’ ένα πολιτισμό που λατρεύει την ευζωία και την αυτο-βελτίωση, τόσο ως βιομηχανία όσο και ως προσωπική πειθαρχία. Ωστόσο, οι στρατηγικές της σύγχρονης πολιτισμικής παραγωγής τείνουν να κάμπτονται διαρκώς προς την κατεύθυνση της καταπίεσης των συναισθημάτων, της εμμονικής διαχείρισης των δημοσίων συναισθημάτων, τα οποία αν αφεθούν ανεξέλεγκτα μπορούν να εκθέσουν δύο μεγάλες ανείπωτες αλήθειες. Η πρώτη είναι ότι μεγάλο μέρος της σύγχρονης ζωής είναι τραυματικό, αβάσταχτο και βαθιά τρομακτικό. Η ανοιχτή παραδοχή του γεγονότος αυτού μας οδηγεί στη δεύτερη αλήθεια, που είναι ακόμα πιο επικίνδυνη μέσα στη δυνατότητά της: ότι θα μπορούσε να μην είναι έτσι.

Σπάνια ρωτάω τους ανθρώπους αν οι μητέρες τους ήταν δυνατές. Αυτή η ερώτηση μου φαίνεται στην καλύτερη περίπτωση άσχετη και στην χειρότερη ξεδιάντροπα αγενής. Αλλά το γεγονός ότι αυτή η ανταπάντηση επανέρχεται τόσο συχνά υποδηλώνει μια διαφορετική νόηση της δύναμης, μια διαφορετική τοποθέτηση της δύναμης ενάντια στον αγώνα. Μια δυνατή γυναίκα είναι αυτή που αντέχει την καταπίεση χωρίς παράπονα. Αυτή που υποφέρει τις αδικίες λόγω του φύλου, της φυλής και της τάξης της χωρίς να καταρρέει, τουλάχιστον όχι κάπου όπου μπορούν να την δουν.

Για τις μαύρες γυναίκες, ειδικότερα, το “σθένος” είναι ένα στερεότυπο που ενέχει την απαίτηση της συμμόρφωσης. Όπως γράφει και η Jarune Uwujaren στο Everyday Feminism:

Ο μύθος της δυνατής μαύρης γυναίκας, η οποία είναι διαφορετική από τις δυνατές μαύρες γυναίκες που περπατούν πραγματικά πάνω σε αυτή τη γη, μου θυμίζει εκείνο τον μύθο που ήθελε τις μαύρες παραμάνες να απολαμβάνουν τη διαδικασία θηλασμού των παιδιών του αφέντη τους.

Αυτός ήταν ένας μύθος κατάλληλα διαμορφωμένος έτσι ώστε να κάνει τους ιδιοκτήτες σκλάβων να νιώθουν λιγότερες ενοχές για τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες που ανάγκασαν τις μαύρες γυναίκες να γίνουν “μανούλες”, νταντάδες και υπηρέτριες “εκείνη” την εποχή.

Το να είσαι μαύρη και δυνατή θα έπρεπε να περιλαμβάνει την καταπολέμηση αυτών των αδικιών, όχι την ανοχή τους, συμπεραίνοντας πως “η ζωή είναι άδικη” και συνεχίζοντας να τις υπομένεις. Φυσικά και πρέπει να αντιμετωπίσουμε αυτόν τον κόσμο ως έχει στο μεταξύ, αλλά η μαύρη δύναμη σίγουρα δεν αποτελεί πρόσκληση για τις διακρίσεις των άλλων.

Ιστορικά μιλώντας, οι μαύρες γυναίκες έχουν κάνει ό,τι χρειάστηκε για να επιβιώσουν, αλλά αυτός ο μύθος χρησιμοποιείται συχνά ως δικαιολογία για να παραβλέψουμε τα προβλήματα της βίας και της διάκρισης εναντίων των μαύρων γυναικών. “Ω, οι μαύρες γυναίκες είναι δυνατές, αντέχουν την ανισότητα”.

Το συμπληρωματικό της “δυνατής γυναίκας” δεν είναι η “αδύναμη γυναίκα”. Είναι απλά “η γυναίκα”. Με τον ίδιο τρόπο το συνεπακόλουθο του “αδύναμου άνδρα” είναι απλά ο “άνδρας” – αυτό το είδος της δύναμης, της δύναμης, δηλαδή, που αποτελεί απόρροια του συναισθηματικού ευνουχισμού, της δύναμης του να υποφέρεις σιωπηλά μέχρι να σπάσεις, να το κρατάς μέσα σου και ποτέ να μην το εξωτερικεύεις – αυτή η δύναμη, λοιπόν, θεωρείται εγγενές στοιχείο της αρρενωπότητας. Γίνε άντρας. Πάψε να κλαψουρίζεις.

Η δύναμη που επαινείται στους άνδρες ως ισχύ και η δύναμη που απαιτείται από τους επιζήσαντες της καταπίεσης και της βίας δεν είναι παρά μέρη της ίδιας αυταρχικής λογικής, μιας λογικής που κρατά την καρδιά του κόσμου στις μικρές, οργισμένες γροθιές της. Είτε οι άνδρες αυτοί είναι λευκοί είτε με κάποιον άλλο τρόπο προνομιούχοι έχουν κάθε δικαίωμα να εκφράσουν τα συναισθήματά τους μέσω της οργής. Οι άνδρες μπορούν να ξεσπάνε και είναι κατανοητό ότι όλη αυτή η δύναμη χρειάζεται μια δίοδο έκφρασης. Δεν μπορούν να αναγνωρίσουν αυτά τα έντονα συναισθήματα που τους κυριεύουν γι’ αυτό που πραγματικά είναι – οργή, ντροπή ή υπερηφάνεια. Αυτό τους καθιστά επικίνδυνα χειραγωγήσιμους.

Ο εκκολαπτόμενος φασισμός δεν είναι παρά η διαχείριση και η στρατηγική ανακατεύθυνση του συναισθήματος, είναι η καλλιέργεια και o ανασχηματισμός του πόνου σε βία, του φόβου σε μίσος, της ντροπής σε απέχθεια, της ενοχής σε συνενοχή. Θεωρούμε τον φασισμό ως φαινόμενο καθαρά εγωκεντρικό, αλλά έχει να κάνει εξίσου και με την ταυτότητα: πρώτα έρχεται το ακατέργαστο συναίσθημα και αργότερα επιχειρείται να δικαιολογηθεί.

Η τοποθέτηση της δύναμης πάνω από τη συμπόνια, πάνω και από την ηθική, όχι μόνο στο πλαίσιο του ιδιωτικού χώρου αλλά στο πλαίσιο του δημόσιου χώρου απροκάλυπτα, αποτελεί, ίσως, την πιο τρομακτική στροφή στον δημόσιο λόγο κατά τους τελευταίους έξι μήνες. Το φαινόμενο αυτό είναι η προέκταση της στυγνής λογικής του όψιμου καπιταλισμού που πλέον παίρνει τη μορφή μιας ανελέητης μετά-φιλελεύθερης προκατάληψης: οι νικητές είναι εκ φύσεως καλύτεροι και αν αυτό που χρειάζεται για να κερδίσουν είναι η παντελής περιφρόνηση για τους συνανθρώπους τους τότε, λοιπόν, αυτό το παράδειγμα θα μιμηθούν.

Όπως σημειώνει η Moira Weigel στη Guardian, ο Τραμπ δεν μιλά για διπλωματία. Αντ’ αυτού, μιλά για κλείσιμο συμφωνιών. Το να κάνεις συμφωνίες είναι κάτι διαφορετικό. Όταν κάνεις μια συμφωνία, αυτό που έχει σημασία είναι ποιος έχει την ισχυρότερη θέση και ποιος είναι ο πιο αδύναμος. Αν η τέχνη της επίτευξης συμφωνιών και η τέχνη της πολιτικής πρόκειται να γίνουν το ίδιο, η νέα ατζέντα είναι σαφής: οι πανίσχυροι είναι πλέον ελεύθεροι να νικήσουν τους αδύναμους και να συγχαίρουν ο ένας τον άλλο κατά τη διάρκεια δείπνων.

Μπορεί να μην υπάρχει συμπόνια σε αυτό το είδος της δύναμης, καμία ευπρέπεια και καλοσύνη στον πυρήνα της ταξιαρχίας του “αδιαφορείτε για τα συναισθήματά σας”. Υπάρχει, όμως, αξιοπρέπεια και είναι κάποιο είδος αξιοπρέπειας που έχει αφαιρεθεί, ειδικά, από εκείνους που χαίρουν κοινωνικών προνομίων αλλά έχουν σχετικά μικρή δύναμη. Είναι η βίαιη τόλμη της πατριαρχίας και της λευκής υπεροχής, η λογική της κατάκτησης.

Μας αρέσει να πιστεύουμε, τουλάχιστον στη Δύση, ότι έχουμε αφήσει πολύ πίσω την εποχή της κατάκτησης και των σκλαβοπάζαρων. Αυτή δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια βολική μυθοπλασία. Μια μυθοπλασία, ωστόσο, που έθεσε τα όρια της πολιτικής φαντασίας. Μέχρι πριν λίγο καιρό, δεν μπορούσες να εισβάλλεις σε μια χώρα απλώς επειδή είχες μεγαλύτερα όπλα και επειδή γούσταρες να τους νικήσεις και να πάρεις τα πράγματά τους, έπρεπε να επινοήσεις δικαιολογίες, να μιλήσεις για το πώς θα φέρεις τη δημοκρατία, πώς θα απελευθερώσεις τις γυναίκες, πώς θα φέρεις τέλος στις φρικτές δικτατορίες που έτυχε να κάθονται πάνω σε πελώρια κοιτάσματα πετρελαίου. Εντός της χώρας, αν ήθελες να αρπάξεις τα μέσα επιβίωσης που διέθεταν οι ηλικιωμένοι άνθρωποι και τα άτομα με ειδικές ανάγκες, θα έπρεπε να περάσεις πολλά χρόνια πείθοντας τη κοινή γνώμη ότι αυτό γίνεται για το καλό τους. Τέτοιου είδους, κενές περιεχομένου, προσπάθειες δεν θα είναι πλέον απαραίτητες. Αυτό που έχει σημασία τώρα είναι ποιος είναι δυνατός και ποιος αδύναμος.

Το να απαιτείς “δύναμη” από ένα καταπιεσμένο άτομο είναι σαν να δικαιολογείς την καταπίεσή του, να το χαρακτηρίζεις δειλό επειδή εκφράζει κάποια διαφωνία. Αυτό βλέπουμε όταν οι νέοι άνθρωποι που οργανώνονται για να φέρουν την αλλαγή χαρακτηρίζονται ως “η γενιά της χιονονιφάδας” (generation snowflake). Η διαφωνία αποκαλείται οργή, γκρίνια, κλάμα του θύματος, ηθικολογία – εκτός και αν αφορά θυμωμένους, λευκούς νεο-αντιδραστικούς που με τόλμη αντιστέκονται στη βασική ευπρέπεια, όπου σε αυτή τη περίπτωση η διαφωνία τους αποκαλείται “εύλογη ανησυχία”. Οι προβληματισμοί των γυναικών και των μειονοτήτων δεν μπορούν ποτέ να είναι βάσιμοι, πόσο μάλλον ο πόνος τους.

Τα περισσότερα από τα πιο δηλητηριώδη στερεότυπα για τις γυναίκες, τα μη λευκά άτομα, καθώς και τις άλλες μη προνομιούχες κοινωνικές ομάδες βασίζονται στον φόβο του ανεξέλεγκτου συναισθήματος: η υστερική σύζυγος, ο βίαιος, υπερσεξουαλικός μαύρος άνδρας, ο κραυγαλέος ομοφυλόφιλος. Κανείς από αυτούς δε διαθέτει αυτή τη “δύναμη” που κληρονομεί αυτοδίκαια ο λευκός άνδρας, ο οποίος έχει μάθει να ελέγχει τα συναισθήματά του μέσω της καταστολής τους. Στην πραγματικότητα, βέβαια, μόνο τα συναισθήματα των λευκών ανδρών έχουν θεωρηθεί έγκυρα και άξια ανάλυσης κατά τη διάρκεια αιώνων τέχνης, λογοτεχνίας και χάραξης πολιτικής.

Φυσικά, μια κοινωνία που έχει περάσει αιώνες αρνούμενη την ανθρώπινη υπόσταση των γυναικών και των έγχρωμων ατόμων, θα πάλευε να συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι αυτοί οι άνθρωποι μπορεί να έχουν πραγματικά συναισθήματα. Αυτός είναι ένας πολύ καλός τρόπος να αθωώσει τον εαυτό της για την επιζήμια πραγματικότητα.

Εάν πρόκειται να συνεχίσουμε να ζούμε σε έναν σεξιστικό, ρατσιστικό, δομικά βίαιο κόσμο και εξακολουθούμε να πιστεύουμε στη βασική μας αξιοπρέπεια, τότε τα βάσανα των γυναικών και των μειονοτήτων θα πρέπει να αναθεωρηθούν ως κατασκευασμένα και τετριμμένα. Αν φωνάζουν για δικαιοσύνη είναι κλαψιάρες. Αν επιμένουν ότι τα πράγματα δεν πρέπει να συνεχίσουν να είναι άλλο έτσι, είναι αδύναμες, αξιολύπητες. Ο πόνος των καταπιεσμένων ανθρώπων ήταν ανέκαθεν τρομακτικός για τα άτομα που ανήκουν στις περισσότερο προνομιούχες ομάδες. Η αντίδρασή τους είναι τόσο πανικόβλητη και υπερβολική, απόλυτα ταιριαστή με τις κατηγορίες που εξαπολύουν εναντίον της “γενιάς της χιονονιφάδας”. Σε ένα θεαματικό ξέσπασμα, κατά τη διάρκεια ενός podcast, ο προβοκάτορας ραδιοφωνικός παραγωγός Bret Easton Ellis επιτέθηκε στις “μικρές χιονονιφάδες”, ρωτώντας: “Μικρές χιονονιφάδες, πότε γίνατε όλες σας γιαγιάδες και σεβάσμιες κυρίες που αντιδράτε με τρόμο σε κάποιον που έχει άποψη για κάτι, που εκφράζεται με αυτόν τον τρόπο; Αυτό δεν είναι, άλλωστε, το είδωλό σας;”.

Η νέα δεξιά δε μπορεί να ερμηνεύσει το έντονο συναίσθημα σαν οτιδήποτε άλλο εκτός από ένα μοιραίο ελάττωμα. Αυτό εξηγεί γιατί παραμένει μοναδικά εμμονική στο να “προκαλεί” αυτούς που αντιλαμβάνεται ως εχθρούς της. Οι “προειδοποιήσεις προκλητικού περιεχομένου” (“trigger warnings”), ένα ευρέως καλοπροαίρετο φαινόμενο που αναπτύχθηκε στις μαθητικές και διαδικτυακές ομάδες που θέλησαν να μοιραστούν πιθανόν τραυματικές ιδέες χωρίς να αναστατώσουν η μια την άλλη υπερβολικά, έχει προκαλέσει την υστερική και φοβερά υπερβολική αντίδραση εκείνων που τους αρέσει να σκέφτονται τους νέους, τους φιλελεύθερους μαύρους και queer ανθρώπους ως κάπως αδύναμους, υπερευαίσθητους, εύθικτους. Ο αριθμός των άρθρων και των ομιλιών που καταδικάζουν αυτές τις προειδοποιήσεις ξεπερνά κατά πολύ την χρήση αυτών στην τέχνη και την ακαδημαϊκή κοινότητα. Παρόλα αυτά, η εμπύρετη κοινότητα των νεο-φασιστών λατρεύει να μιλά για το πώς “προκαλεί” τους φιλελεύθερους, τους δημοσιογράφους, τις φεμινίστριες και ακτιβιστές έτσι ώστε να σωπάσουν ή να υποταχθούν, ενώ την ίδια στιγμή συγχαίρει τον εαυτό της που υπερασπίζεται την ελευθερία του λόγου.

Αυτή η τάση να χαρακτηρίζουμε την αντίσταση ως “υπερευαισθησία” και την αντίδραση της δεξιάς ως μια προσπάθεια ενάντια στη λογοκρισία είναι ανησυχητική, αλλά είναι επίσης και λίγο αξιολύπητη: το μέγεθος της παρανόησης του τι είναι μια “προειδοποίηση προκλητικού περιεχομένου” και που αυτή αναφέρεται γίνεται αντιληπτό όταν βλέπουμε τις προεκτάσεις της. Εάν πάντα αντιλαμβανόσουν το συναίσθημα ως αδυναμία, εάν κάθε φορά που παραπονέθηκες για άδικη μεταχείριση ή εξέφρασες τον πόνο σου, σου είπαν να το βουλώσεις και να σταματήσεις να κλαψουρίζεις, τότε θα ερμηνεύσεις αυτές τις συμπεριφορές των άλλων μέσω της ρυπαρής οπτικής που χρησιμοποιήθηκε και σε σένα.

Μια από τις πιο παιδιαρώδεις τάσεις της νέας δεξιάς – που περιλαμβάνει, αλλά δεν περιορίζεται στην εναλλακτική δεξιά και τις νεο-ναζιστικές ομάδες – είναι ότι κατηγορεί επίμονα αυτούς που αντιλαμβάνεται ως εχθρούς της για τα ελαττώματα που φοβάται περισσότερο πως η ίδια έχει. Όχι, είστε κακομαθημένες και προκατειλημμένες. Συμμετέχετε στη συζήτηση με την τρομακτική οπτική ενός φανατισμένου. Όταν οι σημερινοί διαδικτυακά ενδυναμωμένοι εκφραστές της λευκής υπεροχής κατηγορούν τους ακτιβιστές του κινήματος “Black Lives Matter” για “γενοκτονία των λευκών”, τι άλλο μπορεί να είναι αυτό παρά ένα αμυδρό και φοβερό δείγμα αυτογνωσίας που οι ίδιοι προβάλλουν στη βρώμικη οθόνη της δημόσιας σφαίρας;

Ο Ντόναλντ Τραμπ, ειδικότερα, αποτελεί έναν γόρδιο δεσμό για τη σύγχρονη ψυχιατρική: είναι ταυτόχρονα έμβλημα της βίαιης, αδιαπέραστης αρρενωπότητας – άκαμπτος, σκληρόκαρδος, λαοπλάνος επιχειρηματίας που ρίχνει χαστούκια στην Αμερική μέχρι αυτή να πάψει να γκρινιάζει – και είναι συνώνυμος της υστερικής ευαισθησίας, ένα θλιβερό μωρό-άνδρας με ακραία ιδιοσυγκρασία που κανείς δεν εμπιστεύεται να βρίσκεται σε απόσταση πέντε μιλίων από πυρηνικούς κώδικες. Ο Ντόναλντ Τραμπ είναι η προσωποποίηση του πώς τα πληγωμένα αρρενωπά συναισθήματα μεταμφιέζονται σε δύναμη.

Η χλεύη της “ξεχωριστής χιονονιφάδας” προέρχεται, αρχικά, από το μυθιστόρημα Fight Club (1996), μια από τις αγαπημένες ταινίες κάθε γκρινιάρη μωρού-άνδρα του διαδικτύου, όπου τον πρωταγωνιστικό ρόλο κατέχει ο εξαιρετικά βίαιος, δολοπλόκος, μισογύνης μορφονιός και στην οποία, η σωστή και κατάλληλη απάντηση στην πλήξη και την αποξένωση είναι να βγάλεις το πουκάμισό σου και να πλακωθείς στο ξύλο με έναν άγνωστο. “Δεν είσαι ξεχωριστός”, λέει ο Μπραντ Πιτ, λίγο πριν στρέψει την κάννη του όπλου του σ’ έναν από τους λίγους μη λευκούς χαρακτήρες της ταινίας σε μια προσπάθεια να τον κάνει να πραγματοποιήσει το όνειρό του, να γίνει κτηνίατρος. Λες και το μόνο πράγμα που εμποδίζει έναν σερβιτόρο από το να διαβάζει περισσότερο είναι η απουσία ενός λευκού κοινωνιοπαθούς, βαριά οπλισμένου τύπου που ουρλιάζει συνθήματα από το Tumblr στα μούτρα του. “Δεν είσαι μια όμορφη και ξεχωριστή χιονονιφάδα. Είσαι η ίδια σάπια οργανική ύλη, όπως κι όλα τ’ άλλα”.

Ευχαριστώ για την ανάλυση, Μπραντ. Η χιονονιφάδα λιώνει μέσα σε ένα χάος σημαινόντων, αν κάτσεις και το καλοσκεφτείς. Οι χιονονιφάδες υποτίθεται πως είναι ξεχωριστές, ευαίσθητες και εύθραυστες: λιώνουν στα δάχτυλά σου, είναι όμορφες και εφήμερες. Οι περιβαλλοντικοί φυσικοί, ωστόσο, υποστηρίζουν ότι είναι αδύνατο να γνωρίζουμε εάν κάθε νιφάδα χιονιού είναι μοναδική: η ακρίβεια με την οποία οι κρυσταλλικές δομές του πάγου σχηματίζονται στα σύννεφα καθιστά απίθανο το γεγονός να βρούμε ποτέ δύο ίδιες χιονονιφάδες. Αλλά πώς θα το γνωρίζαμε αυτό με βεβαιότητα; Ούτε ισχύει πως κάθε χιονονιφάδα είναι όμορφη. Εξαρτάται από το πόσο γρήγορα θα σχηματιστεί, μερικές είναι αρκετά κακοφτιαγμένες, όπως οι φτηνές απομιμήσεις των τέλειων αστεριών που αναπαράγονται σε κοσμήματα και στις ταινίες της Pixar.

Για να το θέσω πιο σωστά, οι χιονονιφάδες δεν είναι εύθραυστες. Ναι, πολλές από αυτές θα λιώσουν, αλλά οι περισσότερες σχηματίζουν κάτι πιο δυνατό. Πακτώνονται σε παγετώνες που επιζούν πολιτισμών, σχηματίζουν βουνά, μετατρέπονται σε χιονοθύελλες που σαρώνουν ολόκληρες πόλεις. Εκατομμύρια νιφάδες χιονιού μαζί μπορούν να σχηματίσουν μια χιονοστιβάδα, έναν τυφώνα, έναν δολοφονικό παγετό.

Είχε παγωνιά στη παραλία του Μπράιτον, και οι καλοί άνθρωποι από την Ελβετική τηλεόραση ήθελαν μια απάντηση. Θα έπρεπε να τους είχα πει ότι η συγγραφέας και ακτιβίστρια μπελ χουκς (bell hooks) μιλά για τη δύναμη του “στρατηγικού πένθους” – τη δυσκολία αλλά και αναγκαιότητα του να αναγνωρίσεις τα συναισθήματα, να τα αφήσεις να σε διαπεράσουν ώστε να μπορέσεις να προχωρήσεις – αλλά θυμήθηκα αυτή την αναφορά πολύ αργά. Αφού το συνεργείο τα μάζεψε, πέρασα τις επόμενες δύο ημέρες καθισμένη μπροστά από μια τεράστια λάμπα UV που προορίζεται για ανθρώπους που θλίβονται τον χειμώνα. Η ίδια η παρουσία της λάμπας, η εσωτερική διακόσμηση αντίστοιχη του κώνου που φοριέται στο λαιμό κατοικίδιων ζώων, καθιστά το όλο θέμα αισθητά διαχειρίσιμο. Ακόμα και ο πιο μαύρος υπαρξιακός τρόμος δεν μπορεί να ληφθεί τόσο σοβαρά αν η βοήθεια σε αυτόν είναι μια λάμπα.

Η σύγχρονη γλώσσα της καταπίεσης δεν έχει να κάνει με την ευαισθησία και τη θυματοποίηση, παρά τα όσα θέλει να πιστεύει το παλιό και το νέο. Πρόκειται για μια έκφραση δύναμης και γνώσης διαμέσω των κοινών μας βασάνων, μια κραυγή οργής και εξαγρίωσης που εμπεριέχει τη δική μας απαίτηση για αλλαγή. Αν το να αρνούμαστε να δεχθούμε την αδικία είναι αδυναμία, τότε μπορώ μόνο να ελπίζω στην αδυναμία των μελλοντικών ακτιβιστών και συγγραφέων που θα έχουν δέκα φορές το κουράγιο μου. Αν το να είμαι δυνατή προϋποθέτει την άρνηση της ανθρώπινης υπόστασης των άλλων, την υποστήριξη τυράννων, τη διαχείριση της βίας, τότε κάντε με αδύναμη. Κάντε με μαλθακή. Δώστε μου το σθένος της τρωτότητας, τη δύναμη μιας νιφάδας σε χιονοθύελλα που είναι έτοιμη να σαρώσει βουνά.

Η νέα δεξιά μπορεί να αισθάνεται δυνατή και να βρίσκεται στην εξουσία αυτή τη περίοδο, αλλά η δύναμή της είναι εύθραυστη, άσχημη. Έχει κέλυφος, αλλά όχι σπονδυλική στήλη. Επιτρέπει στην καρδιά της να σαπίσει μέσα σε ένα καβούκι άρνησης. Η δύναμή τους είναι η δύναμη των ασπόνδυλων, των απροσπέλαστων όντων που μπορεί να δαγκώνουν και να τσιμπούν αλλά δεν μπορούν να σταθούν όρθια εκεί που μετράει.

Δεν έχω χρόνο γι’ αυτό το είδος δύναμης. Ούτε τώρα, ούτε ποτέ. Δώστε μου κουράγιο αντ’ αυτού, κουράγιο να παραμείνω διαπερατή, να παραμείνω ανοιχτή, να έχω τη δυνατότητα για ενσυναίσθηση και μάθηση. Κάντε με γενναία. Δεν με ενδιαφέρει να είμαι δυνατή.

 

Η Laurie Penny είναι συγγραφέας, δημοσιογράφος και κριτικός από το Λονδίνο. Έχει αρθρογραφήσει στη Guardian, στη New Statesman, στη New York Times καθώς και σε πολλά άλλα μέσα. Έχει γράψει έξι βιβλία, με πιο πρόσφατο το Bitch Doctrine που κυκλοφόρησε το 2017 από τις εκδόσεις Bloomsbury.