Ένα από τα κόλπα που παίζει το μυαλό μας είναι να αναδεικνύει τα αποδεικτικά στοιχεία που επιβεβαιώνουν αυτό που ήδη πιστεύουμε. Αν ακούμε κουτσομπολιά για κάποιον αντίπαλό μας τείνουμε να σκεφτούμε «Ήξερα ότι ήταν καθίκι». Αν ακούσουμε το ίδιο για τον καλύτερό μας φίλο είναι πιο πιθανό να πούμε «είναι απλά μια φήμη». Αν δεν εμπιστευόμαστε την κυβέρνηση, τότε μια αλλαγή της πολιτικής της είναι απόδειξη της αδυναμίας της. Αν της έχουμε εμπιστοσύνη τότε η ίδια αλλαγή πολιτικής μπορεί να αποτελεί ένδειξη της έμφυτης ικανότητάς της.
Μόλις μάθετε περισσότερα για αυτήν τη διανοητική συνήθεια – που ονομάζεται προκατάληψη επιβεβαίωσης – θα αρχίσετε να τη βλέπετε παντού.
Αυτό έχει σημασία όταν θέλουμε να παίρνουμε καλύτερες αποφάσεις. Η προκατάληψη επιβεβαίωσης είναι εντάξει όταν έχουμε δίκιο, αλλά πολύ συχνά έχουμε άδικο και δεν προσέχουμε τα στοιχεία που το αποδεικνύουν παρά μόνο όταν είναι πολύ αργά.
Το πώς θα πρέπει να προστατεύουμε τις αποφάσεις μας από την προκατάληψη επιβεβαίωσης εξαρτάται από το γιατί, ψυχολογικά, αυτή συμβαίνει. Υπάρχουν, σε γενικές γραμμές, δύο πιθανές κατευθύνσεις και ένα κλασικό πείραμα από ερευνητές του Πανεπιστημίου Princeton που φέρνουν τη μία απέναντι στην άλλη, αποκαλύπτοντας κατά τη διαδικασία του πειράματος μια μέθοδο για την αντιμετώπιση της μεροληψίας.
Η πρώτη θεωρία της προκατάληψης επιβεβαίωσης είναι η πιο κοινή. Είναι αυτό που μπορούμε να ανιχνεύσουμε σε εκφράσεις όπως «Απλά πιστεύεις ό,τι θέλεις να πιστέψεις», ή «Αυτό θα έλεγε, σωστά;» ή όταν κάποιος κατηγορείται ότι βλέπει τα πράγματα με συγκεκριμένο τρόπο, λόγω του ποιος είναι, λόγω της δουλειάς του ή των φίλων του. Ας την ονομάσουμε θεωρία “των κινήτρων” της προκατάληψης επιβεβαίωσης. Υπάρχει μια ξεκάθαρη συνταγή για τη διόρθωση αυτής της μεροληψίας: άλλαξε τα κίνητρα των ανθρώπων και σταματούν να μεροληπτούν.
Η εναλλακτική θεωρία της προκατάληψης επιβεβαίωσης είναι πιο αδιόρατη. Η προκατάληψη δεν υπάρχει μόνο γιατί πιστεύουμε όσα θέλουμε να πιστέψουμε, αλλά, αντίθετα, επειδή αποτυγχάνουμε να κάνουμε τις σωστές ερωτήσεις σχετικά με τις νέες πληροφορίες που λαμβάνουμε και τις πεποιθήσεις μας. Αυτή είναι μια λιγότερο τακτοποιημένη θεωρία, γιατί θα μπορούσαν να υπάρχουν εκατό λόγοι για τους οποίους έχουμε λανθασμένες κρίσεις – θα μπορούσε να είναι οτιδήποτε, από τους περιορισμούς που έχει η μνήμη μας μέχρι τα εγγενή ελαττώματα της [ανθρώπινης] λογικής.
Μια πιθανότητα είναι ότι απλά υπάρχει ένα τυφλό σημείο στη φαντασία μας αναφορικά με τους τρόπους με τους οποίους ο κόσμος θα μπορούσε να είναι διαφορετικός από αυτόν που εμείς αρχικά υποθέτουμε. Κάτω από αυτά τα δεδομένα, ο τρόπος για να διορθωθεί η προκατάληψη επιβεβαίωσης είναι να δώσουμε στους ανθρώπους μια στρατηγική που θα προσαρμόζει τον τρόπο σκέψης τους. Υποθέτουμε ότι οι άνθρωποι διαθέτουν τα κίνητρα για να ανακαλύψουν την αλήθεια και χρειάζονται απλά μια καλύτερη μέθοδο. Ας ονομάσουμε αυτή τη θεωρία “γνωστική θεωρία” της προκατάληψης επιβεβαίωσης.
Πριν από τριάντα χρόνια, ο Charles Lord και οι συνεργάτες του δημοσίευσαν ένα κλασικό πείραμα που έφερνε αντιμέτωπες αυτές τις δύο μεθόδους. Στη μελέτη τους χρησιμοποίησαν ένα πείραμα πειθούς που στο παρελθόν είχε αποδείξει την ύπαρξη ενός είδους προκατάληψης επιβεβαίωσης που ονομάζεται «μεροληπτική αφομοίωση». Εκεί, είχαν επιλεγεί συμμετέχοντες που είχαν ισχυρές απόψεις υπέρ ή κατά της θανατικής ποινής και τους είχαν παρουσιαστεί αποδεικτικά στοιχεία που φαινόταν πως υποστήριζαν τη συνέχιση ή την κατάργηση της. Προφανώς, ανάλογα με αυτό που ήδη πίστευαν, τα στοιχεία αυτά εμφανίζονταν είτε ενισχυτικά είτε αντιφατικά.
Η αρχική διαπίστωσή τους ήταν ότι η φύση των αποδεικτικών στοιχείων δεν έχει τόσο μεγάλη σημασία όσο αυτό που οι άνθρωποι πίστευαν αρχικά. Οι επιβεβαιωτικές αποδείξεις ενίσχυσαν τις απόψεις των ανθρώπων, όπως θα περίμενε κανείς, αλλά το ίδιο έκαναν και οι αντιφατικές αποδείξεις. Αυτό ακριβώς, όσοι ήταν κατά της θανατικής ποινής γίνονταν ακόμα περισσότερο κατά της, όταν παρουσιάζονταν επιχειρήματα υπέρ της (και το αντίστροφο). Αυτό είναι ένα σαφές παράδειγμα μεροληπτικής συλλογιστικής.
Για τη επαναληπτική μελέτη τους, ο Lord και οι συνεργάτες του έτρεξαν εκ νέου το πείραμα «μεροληπτικής αφομοίωσης», αλλά αυτήν τη φορά δοκίμασαν δύο τύπους οδηγιών αναφορικά με την αφομοίωση των αποδεικτικών στοιχείων για την αποτελεσματικότητα της θανατικής ποινής ως αποτρεπτικού παράγοντα για φόνο. Οι κινητήριες οδηγίες στους συμμετέχοντες ήταν να είναι «όσο το δυνατόν περισσότερο αντικειμενικοί και αμερόληπτοι», να θεωρούν τους εαυτούς τους «ως ένα δικαστή ή ένορκο που του ζητήθηκε να σταθμίσει όλα τα στοιχεία με έναν δίκαιο και αμερόληπτο τρόπο». Οι εναλλακτικές, εστιασμένες στη γνωστική συμπεριφορά, οδηγίες αδιαφορούσαν για το επιθυμητό αποτέλεσμα στην αντίληψη των συμμετεχόντων, αντ’ αυτού εστίαζαν μόνο στη στρατηγική που εφάρμοζαν: «Ρωτήστε τον εαυτό σας, σε κάθε βήμα, αν θα κάνατε τις ίδιες υψηλές ή χαμηλές εκτιμήσεις αν η ίδια μελέτη είχε παράγει αντίθετα αποτελέσματα υπέρ της άλλης πλευράς του ζητήματος». Έτσι, για παράδειγμα, αν τους παρουσιαζόταν ένα κομμάτι έρευνας που υποδήλωνε πως η θανατική ποινή μειώνει τα ποσοστά δολοφονιών, οι συμμετέχοντες καλούνταν να αναλύσουν τη μεθοδολογία της μελέτης και να φανταστούν πιθανά αποτελέσματα που θα επισήμαναν το αντίθετο αποτέλεσμα.
Αυτό το ονόμασαν στρατηγική της «θεώρησης του αντιθέτου» και τα αποτελέσματα ήταν εντυπωσιακά. Δίνοντας εντολή να είναι δίκαιοι και αμερόληπτοι, οι συμμετέχοντες εμφάνισαν τις ίδιες ακριβώς προκαταλήψεις κατά τη στάθμιση των αποδεικτικών στοιχείων, όπως και στο αρχικό πείραμα. Όσοι συμμετέχοντες ήταν υπέρ της θανατικής ποινής σκέφτηκαν πως τα στοιχεία υποστήριζαν την ποινή του θανάτου. Όσοι συμμετέχοντες ήταν κατά της θανατικής ποινής θεώρησαν ότι υποστηρίζεται η κατάργησή της.
Το να θέλουν να πάρουν αμερόληπτες αποφάσεις δεν ήταν αρκετό. Οι συμμετέχοντες στο πείραμα της «θεώρησης του αντιθέτου», από την άλλη πλευρά, ξεπέρασαν πλήρως την επίδραση της προκατειλημμένης αφομοίωσης – δεν οδηγήθηκαν στο να βαθμολογήσουν τις μελέτες που ήταν σύμφωνες με τις προκαταλήψεις τους καλύτερα από αυτές που διαφωνούσαν και δεν έγιναν πιο ακραίοι στις απόψεις τους ανεξάρτητα από τα ποια αποδεικτικά στοιχεία διάβασαν.
Το εύρημα αυτό αποτελεί καλό νέο για την πίστη μας στην ανθρώπινη φύση. Δεν είναι ότι δε θέλουμε να ανακαλύψουμε την αλήθεια, τουλάχιστον στον μικρόκοσμο της συλλογιστικής που δοκιμάστηκε στο πείραμα. Το μόνο που χρειάστηκαν οι άνθρωποι ήταν μια στρατηγική η οποία τους βοήθησε να ξεπεράσουν τη μυωπική στις εναλλακτικές, ανθρώπινή τους φύση.
Το ηθικό δίδαγμα στη λήψη καλύτερων αποφάσεων είναι σαφές: το να θέλουμε να είμαστε δίκαιοι και αντικειμενικοί από μόνο του δεν είναι αρκετό. Αυτό που χρειάζεται είναι πρακτικές μέθοδοι για τη διόρθωση της περιορισμένης συλλογιστικής μας – και σημαντικός περιορισμός σε αυτό είναι η φαντασία μας για το πώς αλλιώς θα μπορούσαν να είναι τα πράγματα. Αν είμαστε τυχεροί, κάποιος άλλος θα μας επισημάνει αυτές τις εναλλακτικές, αλλά από μόνοι μας δεν μπορούμε ακόμα να εκμεταλλευτούμε βοηθήματα για το μυαλό μας, όπως η στρατηγική της «θεώρησης του αντιθέτου».