Skip to content →

Ο πραγματικός λόγος πίσω από τις 40 ώρες εβδομαδιαίας εργασίας & γιατί είμαστε οικονομικοί σκλάβοι

EV, anonhq.com [24.01.2015]

μετάφραση

≃13' λεπτά

Η οικονομική σκλαβιά, ή η μισθωτή σκλαβιά, αναφέρεται στην πλήρη και άμεση εξάρτηση του ατόμου από την λήψη μισθού για να επιβιώσει. Αν και οι άνθρωποι στο βάθος της ιστορίας έπρεπε να εργαστούν για να επιβιώσουν, τώρα ζούμε σε έναν πολιτισμό όπου οδηγούμαστε να πιστέψουμε πως έχουμε οικονομική ελευθερία, ενώ εν αγνοία των περισσοτέρων πολιτών, είμαστε στην πραγματικότητα σύγχρονοι είλωτες. Δεχόμαστε αυτόματα μια εργάσιμη εβδομάδα 40 ωρών με πενιχρή ωριαία αμοιβή σαν κάτι φυσιολογικό, παρόλο που πολλοί εργάζονται περισσότερες ώρες και εξακολουθούν να αγωνίζονται για να επιβιώσουν. Υπάρχουν επίσης εκείνοι που βγάζουν αρκετά για να ζήσουν άνετα, αλλά δεν είναι σε θέση να ζητήσουν να εργαστούν λιγότερες ώρες – είτε εργάζεσαι 40 ώρες την εβδομάδα ή δεν εργάζεσαι καθόλου. Μας επιβάλλονται όταν μας λένε τι να φορέσουμε, πότε θα πρέπει να φτάνουμε και να αναχωρούμε, πότε μας επιτρέπεται να τρώμε, ακόμα και το πότε μας επιτρέπεται να χρησιμοποιήσουμε την τουαλέτα. Πώς φτάσαμε στο σημείο να το επιτρέπουμε αυτό;

Η εβδομάδα των 40 ωρών εργασίας ξεκίνησε περίπου κατά τη διάρκεια της βιομηχανικής επανάστασης στη Βρετανία, όταν σε κάποιο σημείο οι εργαζόμενοι δούλευαν 10 έως 16 ώρες την ημέρα και ξεκίνησαν να διαμαρτύρονται. Οι συνθήκες εργασίας για τους Αμερικανούς άρχισαν να επιδεινώνονται επίσης, και από το 1836, τα έντυπα του εργατικού κινήματος ξεκίνησαν και εκείνα να ζητάνε εβδομάδα εργασίας 40 ωρών. Οι πολίτες και στις δύο περιπτώσεις ήταν τόσο καταπονημένοι όπου μια ημέρα οκτώ ωρών εργασίας έγινε εύκολα αποδεκτή. Αυτό το σύστημα είναι περιττό τώρα πια, αν υποτεθεί ότι κάποτε ήταν χρήσιμο, αλλά εξακολουθούμε να το αποδεχόμαστε λόγω των συνεπειών της καπιταλιστικής μας κοινωνίας.

Υπάρχουν πολλοί παράγοντες που συνέβαλαν στο να οδηγηθούμε στο σημερινό οικονομικό μας σύστημα και να συνεχίσουμε να αποδεχόμαστε τις 40 ώρες εργασίας την εβδομάδα, με τρεις από αυτούς να είναι σημαντικοί: ο καταναλωτισμός, ο πληθωρισμός και το χρέος. Καταρχάς, είναι σημαντικό να καταλάβουμε ακριβώς τι είναι ο πληθωρισμός, πώς λειτουργεί και πώς οδηγεί στο χρέος.

Πληθωρισμός:
Για να θέσουμε απλά το τι είναι ο πληθωρισμός, ας πούμε ότι η κυβέρνηση των ΗΠΑ χρειάζεται χρήματα για οποιονδήποτε πόλεμο αποφάσισε να ξεκινήσει φέτος. Ζητά από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ ένα δάνειο, και η Τράπεζα συμφωνεί να αγοράσει ομόλογα (περίπου όπως τα IOU) από την κυβέρνηση στο ύψος του αιτούμενου δανείου. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ στη συνέχεια εκτυπώνει ένα μάτσο χαρτιά που λέγονται “Ομόλογα Δημοσίου”, ενώ την ίδια στιγμή, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα τυπώνει ένα σωρό μικρά κομμάτια χαρτιού που γνωρίζουμε ως χρήμα. Μια ανταλλαγή γίνεται μεταξύ της κυβέρνησης και της Ομοσπονδιακής Τράπεζας, ομόλογα αντί χρημάτων, και η κυβέρνηση των ΗΠΑ απ ‘ευθείας καταθέτει αυτά τα πρόσφατα τυπωμένα χρήματα σε μια διαφορετική τράπεζα, η οποία με τη σειρά της, παίρνει το μερίδιό της σε χρεώσεις και τόκους. Ιδού, χρήμα δημιουργήθηκε απ’ το τίποτα.

Παρά το γεγονός ότι αυτή η διαδικασία πραγματοποιείται ηλεκτρονικά τώρα πια (μόνο το 3% των χρημάτων είναι σε φυσική μορφή, το άλλο 97% υπάρχει μόνο στους υπολογιστές) το πρόβλημα όπως και να έχει είναι ότι με αυτό τον τρόπο μειώνεται η αξία του δολαρίου. Κάποτε, το νόμισμα άξιζε σε χρυσό. Αυτό ήταν που έδωσε στο χρήμα την αξία του, αλλά τώρα η αξία του χρήματος βασίζεται στην Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ που δεν έχει ηθικές αντιρρήσεις όσον αφορά τη μείωση της αξίας του με την εκτύπωση περισσοτέρων χαρτονομισμάτων (ουσιαστικά τυπώνοντας πλαστά με νόμιμο τρόπο). Με μόνο το κόστος της εκτύπωσης, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα δημιουργεί τα χρήματα που η κυβέρνηση των ΗΠΑ έχει υποσχεθεί να πληρώσει στο μέλλον – χρήματα που δεν υπήρχαν καν στην αρχή.

Με τον ίδιο τρόπο λειτουργούν και τα ιδιωτικά τραπεζικά δάνεια προς τους πολίτες. Κάθε φορά που μια συναλλαγή αυτού του είδους συμβαίνει, μειώνεται η αξία του πραγματικού νομίσματος, και ως εκ τούτου έχουμε πληθωρισμό. Ένα δολάριο το 1913 “απαιτεί” 21,60 δολάρια του 2007, για να φτάσουν την αξία του. Αυτή είναι μια υποτίμηση της τάξης του 96% από την στιγμή που δημιουργήθηκε η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ. Πώς αυτό οδήγησε στην οικονομική σκλαβιά; Με το πληθωρισμό χρέους που προκάλεσε.

Χρέος:
Δεδομένου ότι τα χρήματα δημιουργούνται μέσω δανείων, αυτό σημαίνει ότι δημιουργούνται μέσω του χρέους. Το χρήμα ισούται με το χρέος και το χρέος ισούται με το χρήμα. Έτσι, όσο περισσότερα χρήματα υπάρχουν, τόσο περισσότερο χρέος υπάρχει, και το αντίστροφο. Αυτό σημαίνει, πως αν με κάποιο τρόπο η κυβέρνηση και κάθε πολίτης με χρέος μπορούσαν να αποπληρώσουν τα δάνεια τους, δεν θα έμενε ούτε ένα δολάριο σε κυκλοφορία.

Οι τόκοι παίζουν σημαντικό ρόλο σε αυτή την εξίσωση, επίσης. Όταν παίρνετε ένα δάνειο και η τράπεζα σας δίνει χρήματα που τεχνικά δεν υπάρχουν, περιμένει επίσης να πληρώσετε επιπλέον τόκο πάνω στο αρχικό κεφάλαιο. Αν τα χρήματα που δάνεισε προέρχονται από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα, από που υποτίθεται ότι θα προκύψουν τα χρήματα των τόκων;

Η απάντηση είναι από πουθενά.

Αυτό σημαίνει πως ό,τι κι αν συμβεί, το έθνος δεν θα είναι ποτέ σε θέση να βγει από το χρέος, και αυτός ακριβώς είναι ο σκοπός αυτού του σχολαστικά ενορχηστρωμένου συστήματος. Όπως και σε μια εκτίναξη της ισοτιμίας του νομίσματος, κάποιος κάπου πάντα θα δηλώνει πτώχευση για να αναπληρώσει τους τόκους που δημιουργήθηκαν μέσα από ακόμη περισσότερο χρέος. Και έτσι, καθώς το έθνος βυθίζεται όλο και πιο βαθιά ενώ το κόστος ζωής αυξάνεται, η οικονομική επιβίωση γίνεται όλο και πιο δύσκολη. Αυτή η απελπισία για να επιβιώσουμε, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι γεννηθήκαμε σε αυτό το σύστημα, είναι τελικά αυτή που μας αναγκάζει να δεχτούμε την 40-ωρη εβδομάδα εργασίας χωρίς δεύτερη σκέψη.

Έτσι τώρα καταλαβαίνουμε το στοιχείο που μας αναγκάζει να δεχτούμε την κατάστασή μας, αλλά πώς οι 40 ώρες εργασίας επωφελούν τις τράπεζες και τις εταιρείες; Εν τέλει, οι μελέτες δείχνουν ότι ο μέσος υπάλληλος γραφείου εργάζεται παραγωγικά λιγότερο από τρεις ώρες σε μια 8ωρη βάρδια, και σύμφωνα με δημοσιεύματα, τα εταιρικά κέρδη στις ΗΠΑ αυξάνονται ενώ οι μισθοί μειώνονται. Τα στατιστικά του Υπουργείου Εργασίας δείχνουν ότι η παραγωγικότητα έχει αυξηθεί με ετήσιο ρυθμό 2,3 τοις εκατό κατά το τρίτο τρίμηνο, ενώ η ωριαία αμοιβή αυξήθηκε μόνο 1,3 τοις εκατό κατά το τρίτο τρίμηνο. Και αυτό είναι το βασικό μοτίβο εδώ και κάποιο καιρό. Τα εταιρικά κέρδη είναι στο υψηλότερο επίπεδό των τελευταίων 85 χρόνων τουλάχιστον, οπότε γιατί να μην πληρωνόμαστε περισσότερο, να εργαζόμαστε λιγότερο και να παρέχουμε πρόσθετες θέσεις εργασίας σε αυτούς που τις έχουν ανάγκη; Αυτό μας φέρνει στο καταναλωτισμό.

Καταναλωτισμός:
Ο καταναλωτισμός ορίζεται από το λεξικό Merriam-Webster ως εξής: η πεποίθηση ότι είναι καλό για τους ανθρώπους να ξοδεύουν πολλά χρήματα σε αγαθά και υπηρεσίες. Κάποια στιγμή αυτή η πεποίθηση μπορεί να ήταν αληθινή, αλλά με το τρέχον καπιταλιστικό σύστημα και το κόστος διαβίωσης, ο καταναλωτισμός έχει αρχίσει να έχει αρνητικές συνέπειες για την κοινωνία μας, ειδικά αν λάβουμε υπόψην τον πληθωρισμό και την αύξηση του χρέους. Όσο περισσότερο αγοράζουμε, τόσο περισσότερο τροφοδοτούμε τις εταιρείες και τις τράπεζες που με τη σειρά τους μας πιέζουν σε μια οικονομική σκλαβιά.

Από το 1800 και τη Βιομηχανική Επανάσταση, οι “καταναλωτές” ξοδεύουν όλο και αυξανόμενα χρηματικά ποσά σε επιπόλαιες αγορές. Αυτή η υπερβολική επιείκεια έχει καλλιεργηθεί και τροφοδοτείται από τις εταιρείες χρησιμοποιώντας την εμπορευματοποίηση (την συμπεριφορά ή τις πράξεις των ανθρώπων που επηρεάζονται πολύ έντονα από την επιθυμία να κερδίσουν χρήματα ή να αγοράσουν αγαθά και όχι από άλλες αξίες – Merriam-Webster) ως εργαλείο. Μηνύματα που βασίζονται στην ψυχολογία έχουν φυτευτεί στο υποσυνείδητο της κοινωνίας εδώ και γενεές μέσω των εμπορικών διαφημίσεων που οδήγησαν τελικά σε ορισμένες συνήθειες και πεποιθήσεις. Μερικά παραδείγματα είναι:

Αγοράστε τώρα, πλήρωσε αργότερα” – Η General Motors Acceptance Corporation (GMAC) ξεκίνησε αυτήν την πρακτική, όταν ιδρύθηκε το 1919 και άρχισε να προωθεί τη χορήγηση δανείων σε ανθρώπους που αγόραζαν τα αυτοκίνητα. Οι Αμερικανοί τελικά άρχισαν να χρησιμοποιούν το πλάνο των αγορών επί πιστώσει σχεδόν για τα πάντα.

Συμβαδίστε με τον γείτονά σας” – Πιστεύεται ευρέως πως αυτή είναι η αρχή της αμερικανικής καταναλωτικής κουλτούρας. Αυτή η πρακτική ξεκίνησε όταν η GM παρουσίασε την ετήσια ανανέωση των μοντέλων των αυτοκινήτων της. Οι άνθρωποι ήθελαν να έχουν το τελευταίο μοντέλο κάθε χρόνο και σύντομα αυτή η ιδέα διαδόθηκε. Οι περισσότεροι από εμάς, είτε θέλουμε να το παραδεχτούμε είτε όχι, είμαστε εξοικειωμένοι με αυτή τη νοοτροπία. Αντί να κρατήσουμε την παλιά τοστιέρα μας που είναι απόλυτα λειτουργική, θέλουμε το νέο ρετρό μοντέλο από ανοξείδωτο χάλυβα επειδή φαίνεται πιο αριστοκρατικό πάνω στον πάγκο της κουζίνας μας.

1929-1945 Οικονομική Ύφεση και Πόλεμος” – Λίγο μετά την Οικονομική Ύφεση ήρθε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, στη διάρκεια του οποίου οι διαφημιστές υποσχέθηκαν προϊόντα που θα ήταν διαθέσιμα όταν θα ερχόταν η ειρήνη. Ως αποτέλεσμα, οι πελάτες (καταναλωτές) ανυπομονούσαν να ξοδέψουν με το που θα τελείωνε ο πόλεμος.

Ειρήνη” – Όταν τελείωσε ο πόλεμος, η αισιοδοξία των καταναλωτών και η οικονομική ανάπτυξη συνόδευσε την νίκη.

Χρεώστε το!” – Οι πιστωτικές κάρτες προωθήθηκαν αρχικά μέσω του Diners Club – μιας χρεωστικής κάρτας που παρείχε υπηρεσίες σε εύπορους και πολυταξιδεμένους ανθρώπους από όλο τον κόσμο. Άλλες εταιρείες ακολούθησαν το παράδειγμά της και άρχισαν να διαφημίζουν την πιστωτική κάρτα ως “ένα μέσο εξοικονόμησης χρόνου” παρά ως έναν τρόπο να ξοδέψουμε χρήματα που δεν υπήρχαν πραγματικά.

Όσο μεγαλύτερο τόσο το καλύτερο” – Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970, οι εταιρείες άρχισαν να στέλνουν πιστωτικές κάρτες μαζικά, ακόμα και σε εκείνους που δεν τις είχαν ζητήσει. Ενώ οι Αμερικανοί είχαν ήδη αναπτύξει την ιδέα του “όσο μεγαλύτερο τόσο το καλύτερο”, η έκρηξη των πιστωτικών καρτών κατάφερε να αξιοποιήσει πλήρως αυτή την ιδέα. Τώρα οι άνθρωποι είχαν τα μέσα για να αποκτήσουν τα εξωφρενικά προϊόντα που δεν μπορούσαν να έχουν πριν, ακόμα κι αν αυτό οδήγησε αρκετούς σε κολοσσιαίο χρέος. Το Κογκρέσο έπρεπε σύντομα να ρυθμίσει αυτή την έκρηξη των πιστωτικών καρτών και να απαγορεύσει την αποστολή καρτών σε εκείνους που δεν τις είχαν ζητήσει εξαρχής.

Εταιρείες σε όλο το φάσμα της βιομηχανίας έχουν ένα τεράστιο μερίδιο ευθύνης στην τάση του κοινού να είναι απρόσεκτο με τα χρήματά του, και ενθαρρύνουν αυτή τη συνήθεια των περιστασιακών ή μη-ουσιαστικών δαπανών, όταν μπορούν. Για παράδειγμα, στο ντοκιμαντέρ The Corporation, ένας ψυχολόγος μάρκετινγκ μιλά για μια μέθοδο που χρησιμοποιείται για να αυξηθούν οι πωλήσεις, η οποία ενθαρρύνει τα παιδιά να γκρινιάζουν στους γονείς τους για να τους αγοράσουν παιχνίδια. Μελέτες έδειξαν ότι το 20% έως 40% των αγορών αυτού του είδους προέκυψε μετά από την γκρίνια των παιδιών προς τους γονείς.

“Μπορείτε να χειραγωγήσετε τους καταναλωτές στο να θελήσουν, και ως εκ τούτου, να αγοράσουν τα προϊόντα σας. Είναι ένα παιχνίδι.” Lucy Hughes, συν-δημιουργός του “The Nag Factor”.

Η εβδομάδα εργασίας 40 ωρών είναι το απόλυτο εργαλείο για τις επιχειρήσεις για να διατηρούν αυτή την κουλτούρα των επιπόλαιων δαπανών. Υπό τις τρέχουσες συνθήκες εργασίας μας, οι άνθρωποι αναγκάζονται να οικοδομήσουν την ζωή τους γύρω από τα βράδια και τα ρεπό τους. Βρίσκουμε τον εαυτό μας διατεθειμένο να δαπανήσει υπέρογκα σε ό,τι αφορά την ψυχαγωγία και τις ανέσεις γιατί σπάνια έχουμε ελεύθερο χρόνο. Όταν έχουμε χρόνο για τον εαυτό μας, αυτός φεύγει γρήγορα και τελικά βρισκόμαστε να παραμελούμε τις δραστηριότητες που είναι δωρεάν – το περπάτημα, την άσκηση, το διάβασμα, τον διαλογισμό, τα σπορ, τα χόμπι, κλπ – επειδή απαιτούν πάρα πολύ χρόνο.

Ενώ το να έχεις επιπλέον χρήματα οδηγεί στη θυσία του προσωπικού χρόνου για κάποιους, για άλλους δεν αποτελεί μόνο κλοπή της προσωπικής τους ελευθερίας, αλλά επιπλέον αγώνα για να τα βγάλουν πέρα. Ο “τέλειος” καταναλωτής εργάζεται με πλήρη απασχόληση, κερδίζει ένα δίκαιο ποσό χρημάτων, καταναλώνει στον ελεύθερο χρόνο του, και με κάποιο τρόπο ίσα που καταφέρνει να βγάλει τον μήνα του. Ωστόσο, ακόμη και εκείνοι που δεν κερδίζουν δίκαιους μισθούς μερικές φορές βρίσκονται να σπαταλάνε μικροποσά σε περιττά αντικείμενα για τους λάθος λόγους – ένα φλιτζάνι καφέ στα Starbucks την μια φορά, ένα cheeseburger στα McDonald ‘s την άλλη, και σε αυτά τα πραγματικά μοντέρνα χνουδωτά ζάρια που κρέμονται από τον καθρέφτη του παλιού Honda Civic τους.

Με οποιονδήποτε τρόπο και να το δει κανείς, έχουμε γίνει μια δυστυχισμένη, ανόητη, υπερ-εργασιακή κοινωνία. Αγοράζουμε ανόητα προϊόντα για λίγες στιγμές ευτυχίας πριν τα βαρεθούμε και πάμε παρακάτω. Αισθανόμαστε την ανάγκη να συμβαδίζουμε με την μόδα ή να εκπληρώσουμε το όνειρο της παιδικής μας ηλικίας για το πως θα θέλαμε να ήταν η ενήλικη ζωή μας. Κρύβουμε τις ανασφάλειές μας, αποφεύγουμε τα προβλήματα και αντικαθιστούμε τις ψυχολογικές ανάγκες με υλικά αντικείμενα. Καθιστώντας σπάνιο τον ελεύθερο χρόνο της κοινωνίας, οι άνθρωποι θα πληρώσουν περισσότερα για την ευκολία, την ικανοποίηση, καθώς και για κάθε άλλη ανακούφιση που θα μπορούν να αγοράσουν.

Το να κρατάμε την Αμερική άρρωστη έχει γίνει εξαιρετικά επικερδές για τις μεγάλες επιχειρήσεις και οι μέχρι τώρα προσπάθειές τους έχουν αποδώσει μια χαρά. Η κοινωνία μας έχει μετατραπεί σε μια βιομηχανία που τροφοδοτείται από την οικονομική σκλαβιά και ο καταναλωτισμός είναι ένας βασικός παράγοντας σε αυτό το διεφθαρμένο σύστημα – σε ένα σύστημα όπου οι άνθρωποι έχουν άμεση επιρροή. Οι καταναλωτές είναι οι μόνοι που μπορούν να σταματήσουν την κατανάλωση.

Πηγές για το άρθρο: