Το περασμένο καλοκαίρι 81.000 οικιακοί καταναλωτές στο Pittsburgh έλαβαν μιαν ανησυχητική επιστολή από την τοπική επιχείρηση ύδρευσης: η ανάλυση του πόσιμου νερού, έτσι όπως βγαίνει από τη βρύση, είχε αναδείξει υψηλή περιεκτικότητα σε μόλυβδο σε ποσοστό 17% των ελεγχθέντων δειγμάτων. Η επιστολή κατέληγε πως αυτό μπορεί να επιφέρει σοβαρά προβλήματα rστην υγεία των χρηστών.
Η κατάσταση είλκυσε την προσοχή του καθηγητή (Πολυτεχνείο της Βιρτζίνια) Marc Edwards, του ίδιου που είχε συμμετάσχει στην ανάδειξη της κρίσης ύδρευσης στο Flint του Michigan. Σε συνέντευξη που παρεχώρησε στον τοπικό τηλεοπτικό σταθμό WPXI, ανάφερε ότι τα επίπεδα είναι συγκρίσιμα προς τα ανιχνευθέντα στο Flint.
Μέχρι πρόσφατα τα επίπεδα μολύβδου στο Pittsburgh ήσαν απολύτως κανονικά. Τι έχει λοιπόν συμβεί;
Ας πάμε λίγο πίσω: Το 2012 η πόλη είχε το εξής πρόβλημα: αν και το νερό της ήταν καθαρό το δίκτυο (χτισμένο έως και έναν αιώνα πρωτύτερα) χρειαζόταν επειγόντως αποκατάσταση. Η αρμοδία, Pittsburgh Water and Sewer Authority, υπέφερε από σωρεία διοικητικών και διαχειριστικών προβλημάτων: οι κάτοικοι/χρήστες παραπονούνταν για κακή εξυπηρέτηση και υψηλές χρεώσεις ενώ, μετά από σειρά εσφαλμένων οικονομικών επιλογών κατά την διάρκεια της περασμένης δεκαετίας η επιχείρηση παρουσίαζε χρέη ύψους αρκετών εκατοντάδων εκατομμυρίων δολαρίων.
Σ’ αυτό η επιχείρηση ύδρευσης του Pittsburgh δεν είναι μόνη: παντού στις ΗΠΑ τοπικές επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας προσπαθούν ν’ ανταπεξέλθουν στην ολοένα μειούμενη πολιτειακή χρηματοδότηση αντιμετωπίζοντας ταυτόχρονα προβλήματα λόγω απηρχαιωμένων δικτύων. Πολλές στρέφονται στην παραχώρηση της διαχείρισης σε ιδιώτες.
Αυτή του Pittsburgh στράφηκε στην Veolia: είναι γαλλική, εδρεύει στο Παρίσι και ασχολείται, μεταξύ άλλων, με την «παροχή τυποποιημένων, οικονομικά αποδοτικών λύσεων που οδηγούν στην βέλτιστη χρήση των δικτύων, συνδυασμένη με προστασία του περιβάλλοντος και μιαν καλύτερη ποιότητα ζωής». Η Veolia παρέχει συμβουλευτικές υπηρεσίες ή αναλαμβάνει την διαχείριση υπηρεσιών ύδρευσης, αποχέτευσης και ενέργειας σε 530 πόλεις στην βόρεια Αμερική: προσφάτως υπεγράφησαν σχετικές συμβάσεις με τις υπηρεσίες στην Νέα Υόρκη, την Νέα Ορλεάνη και την Ουάσιγκτον. Το περασμένο έτος η Veolia, που επιχειρεί σε 68 χώρες, κατέγραψε έσοδα της τάξης των $27 δις.
Το Pittsburgh προσέλαβε την Veolia που ανέλαβε την διαχείρισή της και παρέσχε μιαν ομάδα ειδικευμένων στελεχών, με σκοπό να συνδράμει την επιχείρηση σε θέματα αποτελεσματικότητας βοηθώντας την να εξοικονομήσει (δημόσιο) χρήμα. Η αμοιβή της Veolia ορίσθηκε στο 50% περίπου των ποσών που έτσι θα εξοικονομούνταν.
Υπό την διοίκηση του Jim Good, στελέχους της Veolia που ανέλαβε προσωρινός διευθυντής, η PWSA προχώρησε σε σημαντικές αλλαγές οι οποίες φάνηκαν να λειτουργούν. Μέσα σ’ ένα έτος η αναμονή στην εξυπηρέτηση πελατών έπεσε στο μισό. Η τροποποίηση μισθωτηρίων για τις εγκαταστάσεις της επιχείρησης, η εύρεση νέων πελατών και άλλες ενέργειες οδήγησαν σεεξοικονόμηση περίπου $2 εκατομμυρίων.
Σύμφωνα με άρθρο που δημοσιεύθηκε το 2013 στην Pittsburgh Post-Gazette, η Veolia άλλαξε και την νοοτροπία της PWSA: αντί μιας απομακρυσμένης διοίκησης ο Good συνδιαλεγόταν με τους εργαζομένους σε πρόχειρα γεύματα (πίτσα και χάμπουργκερ) κάθε εβδομάδα. Κατά την διάρκεια ενός bbq το 2012 ο Good δήλωσε: «Βρισκόμαστε εδώ για να συνεργασθούμε με τους εργαζομένους σαν συνεταίρους μας». Πάλι σε δήλωσή του στην Post-Gazette είπε ότι παρέσχε διαβεβαιώσεις πως δεν θα προέβαινε σε απολύσεις διακηρύττοντας πως με την συνεργασία διοίκησης και εργαζομένων μπορούσαν να επιτευχθούν τα πάντα.
‘Όμως, μέχρι το τέλος του 2015, η επιχείρηση απέλυσε είκοσι τρείς εργαζομένους στους οποίους περιλαμβάνονταν το επιτελείο της διεύθυνσης ποιότητας και ασφάλειας και οι προϊστάμενοι των οικονομικών και τεχνικών υπηρεσιών (αυτά προκύπτουν από έγγραφα που αναζητήθηκαν βάσει αιτήματος Right-to-Know). Το προσωπικό των εργαστηρίων της PWSA, υπεύθυνο για τον έλεγχο της ποιότητας του παρεχομένου νερού σε περίπου 100.000 χρήστες μειώθηκε στο μισό. Ο Stanley States, διευθυντής ποιότητας με 36χρονη υπηρεσία στην επιχείρηση (προσονομαζόμενος από το προσωπικό ως Dr. Water) παραιτήθηκε, όταν τον μετέθεσαν σε δουλειά γραφείου με αντικείμενο την έρευνα.
Ο Good ισχυρίζεται ότι οι αποφάσεις για μείωση του προσωπικού δεν λήφθηκαν όλες από την Veolia, η οποία είχε μάλλον συμβουλευτικό παρά διοικητικό ρόλο την περίοδο εκείνη: οποιαδήποτε πρότασή της, είπε, έπρεπε να γίνει αποδεκτή από το Διοικητικό Συμβούλιο.
Εκτός της μείωσης του προσωπικού η PWSA προχώρησε σε μετατροπή του συστήματος καθαριότητας του νερού. Επί πολλές δεκαετίες στο νερό προστίθετο σκόνη σόδας, υλικό όμοιο περίπου προς την μαγειρική σόδα, που εμπόδιζε την διάβρωση των σωλήνων (μολύβδινων συνήθως) και την διάχυση του μολύβδου στο νερό. Εδώ αξίζει να θυμίσουμε ότι η διάχυση του μολύβδου στο νερό στο Flint υπήρξε αποτέλεσμα ακριβώς της παύσης χρησιμοποίησης αντιδιαβρωτικών ουσιών. Το 2014 η PWSA άρχισε να χρησιμοποιεί καυστική σόδα (αρκετά φθηνότερη) ως αντιδιαβρωτικό. Η αλλαγή αυτή απαιτούσε δοκιμές και άδεια (χρονοβόρες αναγκαστικά διαδικασίες) από την Πολιτειακή Υπηρεσία Προστασίας Περιβάλλοντος, η οποία όμως ουδέποτε έλαβε γνώση. Μια διετία αργότερα, όταν έγινε γνωστή η καταστροφή στο Flint, η υπηρεσία επέστρεψε στην σκόνη σόδας.
Ο δήμαρχος του Pittsburgh, Bill Peduto, θεωρεί την Veolia αποκλειστικά υπεύθυνη για την αλλαγή της διαδικασίας αναφέροντας ότι αυτό ουδέποτε ανεφέρθη είτε στο Διοικητικό Συμβούλιο της PWSA είτε στο Δημοτικό Συμβούλιο. Η Veolia αρνείται οποιανδήποτε ευθύνη ισχυριζόμενη πως ποτέ δεν θα έδινε στην μείωση του κόστους προτεραιότητα έναντι της ποιότητας του νερού ή της συντήρησης των δικτύων.
Το μόνο βέβαιο είναι ότι την άνοιξη η Πολιτειακή Υπηρεσία Προστασίας Περιβάλλοντος κατηγόρησε την PWSA για παραβίαση των πολιτειακών νόμων και διέταξε άμεσο έλεγχο των ποσοτήτων μολύβδου στο νερό. Οι δοκιμές (είχαν να γίνουν από το 2013) ολοκληρώθηκαν το καλοκαίρι και έδειξαν ότι τα επίπεδα μολύβδου όχι μόνον είχαν αυξηθεί αλλ’ είχαν ξεπεράσει και τα ομοσπονδιακά όρια. Στο 17% των χρηστών βρέθηκαν επίπεδα μολύβδου που ξεπερνούν το όριο κινδύνου της Υπηρεσίας Προστασίας Περιβάλλοντος (15 %). Δεν είναι λίγοι όσοι υποψιάζονται ότι η αλλαγή των χημικών-καθαριστικών οδήγησε στην αύξηση των ποσοστών μολύβδου. Ο Δήμος ήδη ξεκίνησε έρευνα πάνω στο θέμα.
Ο Stanley States, πρώην προϊστάμενος στην διεύθυνση ποιότητας θεωρεί ότι σημαντικό ρόλο έχει παίξει και η μείωση του προσωπικού. Το ποσοστό μολύβδου αυξήθηκε το 2013, λόγω μιας τότε αλλαγής των καθαριστικών, αν και παρέμεινε εντός των ομοσπονδιακά επιτρεπομένων ορίων. Οι ελλείψεις όμως στο προσωπικό δεν επέτρεψαν μιαν σοβαρότερη ενασχόληση με το θέμα. «Το προσωπικό των εργαστηρίων έχει μειωθεί στο μισό» λέει ο States. «Δεν έχουμε την δυνατότητα ν’ ασχοληθούμε όσο χρειάζεται με την διάβρωση των σωλήνων ώστε να μπορέσουμε να διορθώσουμε όσο γίνεται.»
Οι πολίτες του Pittsburgh, όμως, δεν διαμαρτύρονται μόνο για την ποιότητα: θεωρούν ότι το νερό έγινε πολύ ακριβό. Το 2013, ένα έτος μετά την πρόσληψη της Veolia, το Συμβούλιο ενέκρινε αύξηση 20% σε διάστημα μιας τετραετίας: μέχρι το 2017 το μέσο μηνιαίο τίμημα ανά οικιακό μετρητή θα φτάσει στα $50, ποσό τριπλάσιο απ’ οπουδήποτε αλλού στις μεσοδυτικές πολιτείες (σύμφωνα με τον Guardian).
Οι κάτοικοι επίσης διαμαρτύρονται για την άτακτη αποστολή των λογαριασμών και για σφάλματα, ιδίως αφορώντα στην χρησιμοποιηθείσα ποσότητα: ο ιδιοκτήτης ακατοίκητου διαμερίσματος χρεώθηκε για 132.000 γαλόνια (πάνω από 500 μ3) μέσα σ’ έναν μήνα, ποσότητα που αντιστοιχεί σε μιαν τετραμελή οικογένεια στην διάρκεια ενός έτους. Ως προς τους λογαριασμούς άλλος κάτοικος της πόλης είπε στην Truthout: «Δεν ξέρουμε πότε θα έλθουν ούτε σε ποιαν περίοδο θ’ αφορούν, ούτε πόσο θα χρεώνουν. Κι όταν έρχονται το βλέπεις ότι είναι πολύ.»
Τον Μάϊο 2015 ομάδα χρηστών κατέθεσε μιαν ομαδική αγωγή κατά της επιχείρησης ύδρευσης, της Veolia NAW και της λογιστικής εταιρίας που τηρεί τους λογαριασμούς της PWSA. Οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι τα νέα υδρόμετρα, που εγκατεστάθηκαν το 2013, είναι προβληματικά με αποτέλεσμα οι χρήστες να χρεώνονται με εσφαλμένα και υπερβολικά υψηλά ποσά. Αυξήσεις έναντι προηγουμένων λογαριασμών της τάξης του 600% δεν είναι σπάνιες. «Η PWSA γνωρίζει πολύ καλά ότι οι χρεώσεις είναι εσφαλμένες» λένε, «δεν διστάζει όμως να στέλνει ειδοποιήσεις διακοπής και κατόπιν να προχωρεί σε τέτοιες». Η PWSA και η Veolia αρνήθηκαν να σχολιάσουν τους ισχυρισμούς.
Τον περασμένο Δεκέμβριο, αντιμέτωπη με την ομαδική αγωγή, με πρόστιμο από την Πολιτεία για τα επίπεδα μολύβδου και με υπέρογκα χρέη η PWSA διέκοψε την συνεργασία με την Veolia. Από αυτήν η δεύτερη απεκόμισε περίπου $11 εκατομμύρια.
Πριν ένα μήνα περίπου η επιχείρηση ύδρευσης ανακοίνωσε ότι προτίθεται να κινηθεί δικαστικά κατά της Veolia.Σύμφωνα με δελτίο τύπου η δεύτερη «…επέδειξε κακοδιαχείριση στην διοίκηση της PWSA, καταχράσθηκε την θέση εμπιστοσύνης αλλά και παρεπλάνησε την PWSA με σκοπό να μεγιστοποιήσει τα κέρδη της σε βάρος της επιχείρησης ύδρευσης και των πελατών της…»
Το Pittsburgh δεν είναι ο μόνος δήμος που στράφηκε κατά της Veolia εφέτος. Τον Απρίλιο η Πολιτεία της Μασσσαχουσέτης ενήγαγε την Veolia, ως διαχειρίστρια του συστήματος καθαρισμού αποβλήτων στο Plymouth για την διαρροή 10 εκ. γαλονιών ακατέργαστων αποβλήτων στο λιμάνι της πόλης πέρυσι τον χειμώνα.
Δυο μήνες αργότερα ο Γενικός Εισαγγελέας του Michigan, Bill Schuette, μήνυσε την Veolia για απάτη και αμέλεια: επειδή παρά το ότι είχε ειδικά γι’ αυτό προσληφθεί δεν βρήκε το πρόβλημα μόλυνσης με μόλυβδο στο Flint. «Η Veolia δήλωσε ότι το νερό είναι κατάλληλο», δήλωσε ο Schuette στο NPR. «Η Veolia, επίσης, επέδειξε αδιαφορία και εν γνώσει της κατάστασης απέρριψε τις ανησυχίες των κατοίκων δηλώνοντας ότι: «Κάποιοι έχουν πρόβλημα γενικώς με το νερό.»
Η αντίρρηση βρίσκεται στο ότι συνήθως η Veolia κάνει οικονομίες παραβλέποντας τις συνέπειες, που οδηγούν σε μεγαλύτερα προβλήματα. Σε τηλεφωνική συνέντευξη ο Kevin Acklin, προσωπάρχης στο Δημαρχείο του Pittsburgh, κατέδειξε ότι τα έσοδα της Veolia εξαρτώνται από τα βραχυπρόθεσμα οικονομικά αποτελέσματα των επιχειρήσεων: «Σύμφωνα με την σύμβαση, δεν είχαν καμιά ωφέλεια από μακροπρόθεσμες επενδύσεις σε υποδομές, σχεδιασμό και εξοπλισμό, ούτε από την συντήρηση των δικτύων ενώ κέρδιζαν από την επίρριψη του κόστους σε τρίτους, όπως ο Δήμος και οι ιδιώτες καταναλωτές. Αν και υποτίθεται ότι εργάζονταν για το όφελος του Δήμου στην πράξη εξυπηρέτησαν πρωτίστως τις ανάγκες μιας μεγάλης υπερεθνικής επιχείρησης.»
Η Veolia αρνείται οιανδήποτε ευθύνη για την κατάσταση στο Plymouth και στο Flint, ισχυριζόμενη ότι η διαρροή στο πρώτο οφείλεται στην παλαιότητα του δικτύου, για το οποίο δεν φέρει καμιάν ευθύνη, ενώ η σύμβασή της στο Flint περιοριζόταν στον έλεγχο ενός άλλου χημικού (του TTHM).
Όσον αφορά στο Pittsburgh, η Veolia ισχυρίζεται ότι το ΔΣ της PWSA είχε διατηρήσει τον έλεγχο της επιχείρησης καθ’ όλη την τριετή διάρκεια της σύμβασης: «Η Veolia κάλυψε πλήρως τις εκ της σύμβασης υποχρεώσεις της με απόλυτα διαφανή τρόπο», ανέφερε εκπρόσωπός της Veolia North America. «Θεωρούμε ορθά όλα όσα πράξαμε για λογαριασμό της PWSA.»
Όμως οι αρμόδιοι στο Pittsburgh επισημαίνουν ότι η επιχείρηση ύδρευσης της πόλης βρίσκεται σε χειρότερη θέση από αυτήν πριν την, προ τετραετίας, πρόσληψη της Veolia: τα τραπεζικά της αποθέματα έχουν μειωθεί, τα μισά της έσοδα χρησιμοποιούνται για την αποπληρωμή χρεών και το δίκτυό της εξακολουθεί να παραμένει το ίδιο. «Η επιχείρηση βρίσκεται σε πολύ επικίνδυνη οικονομική κατάσταση κι εγώ, όσο κι αν ψάξω, δεν βρίσκω κανένα θετικό αποτέλεσμα από την συνεργασία μας με την Veolia,» συμπληρώνει ο Acklin.
Ένας πρώην εργαζόμενος της PWSA το θέτει πιο ωμά: όταν ρωτήθηκε τι πρέπει να προσέχουν οι επιχειρήσεις που θέλουν να συνεργασθούν με την Veolia, είπε: «Θα έλθουν, θα διαλύσουν την επιχείρηση και θα φύγουν με τις τσέπες γεμάτες.»