Skip to content →

Θα έπρεπε τα μίντια να πληρώνουν ακτιβιστές για να μιλήσουν; (Πώς το βλέπω εγώ)

Aisling Gallagher, huck magazine [27.09.2016]

μετάφραση

≃7' λεπτά

7214596024_61f5493f1f_b

Οι ακτιβιστές και οι υποστηρικτές κάποιας καμπάνιας κάνουν όσα κάνουν δωρεάν, συχνά επειδή χρειάζεται να τα κάνουν. Αλλά το να μιλάνε σε δημοσιογράφους για τις εμπειρίες τους και την ειδίκευσή τους είναι εργασία. Θα έπρεπε μήπως να πληρώνονται;

Είναι ένα πολύ συχνό φαινόμενο για τους ακτιβιστές και υποστηρικτές κάποιας καμπάνιας, να δέχονται ένα τηλεφώνημα ή e-mail από έναν δημοσιογράφο ζητώντας βοήθεια με μια ιστορία, παρέχοντας τεχνογνωσία και υποστήριξη. Αν και οι ακτιβιστές κάνουν ό,τι κάνουν γιατί πιστεύουν σε αυτό, η ακτιβίστρια των δικαιωμάτων σεξεργαζομένων Aisling Gallagher υποστηρίζει πως τα μίντια θα έπρεπε να πληρώνουν για το χρόνο και την εμπειρία τους.

Πολύ συχνά, οι ακτιβιστές είναι οι άνθρωποι που εργάζονται για λίγα έως καθόλου χρήματα για πράγματα που θεωρούν προσωπικά σημαντικά στη ζωή τους. Είτε πρόκειται για εργαζομένους του σεξ που υποστηρίζουν την αποποινικοποίηση του επαγγέλματός τους, θύματα αστυνομικής βίας που αγωνίζονται για λογοδοσία και δικαιοσύνη, άτομα με αναπηρία που διαμαρτύρονται για τις περικοπές στην απασχόληση και στο επίδομα στήριξης, οι περιθωριοποιημένοι άνθρωποι είναι πιο πιθανό να συμμετέχουν σε κάποιο είδος ακτιβισμού.

Γιατί; Επειδή δεν έχουμε την πολυτέλεια να μην το κάνουμε. Συχνά, οι ζωές μας εξαρτώνται από αυτό.

Πάρτε εμένα ως παράδειγμα. Ένα μεγάλο μέρος του ακτιβισμού που κάνω αφορά την εκπαίδευση των ανθρώπων – για το στίγμα της ψυχικής υγείας, για το πως είναι να ζουν με διάφορες τεμνόμενες αναπηρίες και στο πώς η ρητορική για ανθρώπους που δήθεν αρπάζουν επιδόματα, είναι επικίνδυνη για ανθρώπους σαν εμένα.

Λόγω των θέσεών μας και της εμπειρίας μας, καλούμαστε συχνά να μιλήσουμε για τις εμπειρίες μας και να μοιραστούμε τις γνώσεις μας. Οι άνθρωποι στους οποίους ξοδεύουμε το χρόνο μας εκπαιδεύοντάς είναι συντριπτικά εκείνοι που δεν έχουν τέτοιες εμπειρίες ζωής και εκείνοι που κατέχουν περισσότερη διαρθρωτική εξουσία στην κοινωνία από εμάς.

Και είμαστε πραγματικά, πραγματικά αηδιασμένοι για το ότι δεν πληρωνόμαστε για αυτό.

Μερικές φορές μου ζητάνε δημοσιογράφοι, εφημερίδες ή τηλεοπτικά προγράμματα να μιλήσω μαζί τους για τη ζωή μου σε συνάρτηση με κάποια ιστορία που κάνουν. Τις περισσότερες φορές, έχει σχέση με την αναπηρία ή με το χαμηλό εισόδημα, καθώς και με τις περιρρέουσες συνθήκες.

Συνήθως αυτό απαιτεί πολλά πράγματα – μια μακρά ανταλλαγή email, κυρίως εξηγώντας τις λεπτομέρειες της πολιτικής/προγράμματος που ερευνούν (που συχνά περιλαμβάνει την αποδόμηση πολύπλοκης νομοθεσίας ή κυβερνητικών εκθέσεων), και γιατί δεν λειτουργούν.

Επίσης, συνήθως περιλαμβάνει ταξίδια σε ένα στούντιο ή κάπου να συναντήσω κάποιον, πολλή αναμονή, και αν είμαι τυχερη, ένα δωρεάν φλιτζάνι καφέ για να χαλαρώσω. Δίνω το χρόνο μου, μοιράζω τις γνώσεις μου και παρέχω καθοδήγηση και υποστήριξη. Αυτό θα πρέπει να αποτιμάται σαν εργασία.

Και, όταν είσαι άτομο με ειδικές ανάγκες με περιορισμένα αποθέματα ενέργειας, όλα αυτά συχνά απαιτούν σημαντικό χρόνο σωματικής ανάπαυσης μετά.

Αυτό μπορεί να περιγραφεί ως συναισθηματική εργασία. Έναν όρο που επινοήθηκε από την Arlie Russell Hochschild και περιγράφει τη διαδικασία με την οποία οι εργαζόμενοι καταφέρνουν να διαχειρίζονται και να ρυθμίζουν τα συναισθήματα τους, προκειμένου να εκπληρώσουν συναισθηματικές ανάγκες που αποτελούν μέρος μιας εργασίας. Στο πλαίσιο αυτό, αφορά τον χρόνο που δαπανάται προσπαθώντας ευγενικά να εκπαιδεύσω ανθρώπους σχετικά με προσωπικές λεπτομέρειες της ζωής μου, συχνά αναμενόμενη να απαντήσω σε επεμβατικές και προσωπικές ερωτήσεις σχετικά με τον αντίκτυπο που έχει η σοβαρή αναπηρία και η οικονομική δυσπραγία στη ζωή μου και στην ψυχική μου υγεία.

Η διαχείριση των συναισθημάτων είναι πάνω κάτω θέμα που αφορά κάθε είδους «εργασία», αμειβόμενη ή μη. Αν θέλεις να το δεις από την άποψη του αριθμού των ωρών που πραγματικά εργάστηκες, πρέπει να υπολογίσεις τον χρόνο της προετοιμασίας για αυτές τις αλληλεπιδράσεις, τον χρόνο που χρειάστηκε να εκτελεστούν και τον χρόνο για την επαναφορά σου μετά.

Μιλώντας για τις προσωπικές λεπτομέρειες της προσωπικής σου εμπειρίας καταπίεσης είναι εξαντλητικό, εξουθενωτικό, και αποτελεί δουλειά. Συχνά πέφτει το βάρος σε εκείνους που έχουν χαμηλή θέση στην κοινωνία (δηλαδή περιθωριοποιημένους ανθρώπους) να υποστηρίξουν ιδέες που αμφισβητούν ευθέως το status quo. Γίνεται δουλειά μας να εκπαιδεύσουμε όλους τους άλλους για το τι σημαίνει να είσαι καταπιεσμένος, αν θέλουμε να αλλάξουμε την κοινωνία. Έχω χάσει τον λογαριασμό του πόσες φορές ένας δημοσιογράφος μου ζήτησε να προσφέρω τον χρόνο μου δωρεάν.

Να μια νέα ιδέα – ίσως θα πρέπει να πληρώνουμε τους ανθρώπους που δίνουν τον χρόνο τους για να μας μιλήσουν.

Συχνά ακούς να μας συγκρίνουν με βουλευτές, με στελέχη φιλανθρωπικών οργανώσεων ή με αρθρογράφους – ανθρώπους που θα κάνουν σχόλια, θα δώσουν εξηγήσεις και απόψεις χωρίς να απαιτείται να πληρωθούν από εκείνους στους οποίους μιλούν. Αλλά εκείνοι μπορούν να αντέξουν κάτι τέτοιο οικονομικά, είναι σε κάποιου είδους μισθοδοσία, το να αναλαμβάνουν αυτόν τον ρόλο είναι μέρος της δουλειάς τους.

Οι ακτιβιστές και οι υποστηρικτές κάποιας καμπάνιας δεν αποκτούμε ένα μισθό για τις προσπάθειές μας, δρούμε γιατί πρέπει να το κάνουμε.

Αλλά το να πληρώνονται οι άνθρωποι για το χρόνο τους είναι εναντίον του κώδικα δεοντολογίας στη δημοσιογραφία, σωστά; Δεν θα μας ενθάρρυνε να δημιουργήσουμε ψεύτικες εμπειρίες, να πούμε ψέματα ή να εξαπατήσουμε; Μέσα σε αυτό υπάρχει μια διακριτή παρανόηση για το τι κάνουν οι ακτιβιστές και οι υποστηρικτές κάποιας καμπάνιας, ή για το πόσο μεγάλο μέρος της ζωής μας καταναλώνουμε σε αυτές μας τις προσπάθειες. Κανείς δεν ζητά πληρωμή για τον ακτιβισμό μας, τις ώρες και ώρες που ξοδεύουμε δουλεύοντας και οργανώνοντας για να κάνουμε την κοινωνία ένα ελαφρώς πιο δίκαιο μέρος. Αλλά το να μιλάμε στους δημοσιογράφους για τα δικά τους projects και το δικό τους κέρδος πηγαίνει πολύ πέρα από αυτό.

Τα δικαστήρια πληρώνουν εμπειρογνώμονες να καταθέσουν με βάση τις δεξιότητες και την εμπειρία τους, τα φιλανθρωπικά ιδρύματα πληρώνουν εκπαιδευτές και συμβούλους, οι εφημερίδες και οι τηλεοπτικές εκπομπές πληρώνουν τους δημοσιογράφους να παρέχουν τις δεξιότητες και την εμπειρία τους. Γιατί εμείς αντιμετωπιζόμαστε διαφορετικά;

Είναι κοινή γνώση ότι οι σκανδαλοθηρικές εφημερίδες δίνουν μεγάλα χρηματικά ποσά σε αντάλλαγμα για ιστορίες. Κάποιοι δημοσιογράφοι αρέσκονται στο να ισχυρίζονται ότι αυτό διαφοροποιεί τον κίτρινο τύπο από εκείνο που θεωρούν «πραγματική» δημοσιογραφία. Κάποιος θα ήλπιζε ότι το σημείο αναφοράς για την «πραγματική» δημοσιογραφία θα ήταν λίγο υψηλότερο – δημοσιογραφία που δεν θα περιέγραφε τους μετανάστες που προσπαθούν να ξεφύγουν από έναν πόλεμο ως «κατσαρίδες», που δεν θα αναφερόταν στην προσωπική εμπειρία αποβολής κατά την διάρκεια εγκυμοσύνης μίας πολιτικού ως «σκανδαλώδες μυστικό» ή που δεν θα έχανε θεαματικά την ουσία εστιάζοντας σε διασημότητες που σχεδόν έχασαν τις πτήσεις τους λόγω της διαμαρτυρίας για το Black Lives Matter.

Οι ακτιβιστές υπάρχουν σε ένα συγκεκριμένο χώρο της κοινωνίας, είναι δύσκολο να συγκρίνουμε αυτό που κάνουμε καθημερινά με άλλους. Εμείς δεν κάνουμε αυτό που κάνουμε για τα χρήματα, πιστέψτε με, αυτό δεν θα ήταν μια σοφή επιλογή. Αλλά, την ίδια στιγμή, οι λογαριασμοί θα πρέπει να πληρωθούν και εμείς να φάμε. Εάν οι δημοσιογράφοι ή οι ραδιοτηλεοπτικοί φορείς πραγματικά νοιάζονται για τις προσπάθειές μας, ή τουλάχιστον την αξία του ό,τι κάνουμε, δεν είναι πραγματικά πολύ να ζητήσουμε δίκαιη πληρωμή για τον χρόνο μας.