Skip to content →

Γιατί οι εκλογές κάνουν κακό στην δημοκρατία

David Van Reybrouck, theguardian [29.06.2016]

μετάφραση

≃25' λεπτά

15488933308_b46251228b_z

Το Brexit είναι ένα σημείο καμπής στην ιστορία της δυτικής δημοκρατίας. Ποτέ στο παρελθόν δεν έχει ληφθεί μια τέτοια δραστική απόφαση μέσω τόσο πρωτόγονης διαδικασίας – μέσω ενός δημοψηφίσματος σε έναν μόνο γύρο που βασίζεται σε απλή πλειοψηφία. Ποτέ πριν δεν είχε η τύχη μιας χώρας – μιας ολόκληρης ηπείρου, στην πραγματικότητα – αλλάξει από μία μόνο ταλάντευση ενός κοφτερού τσεκουριού, που κρατάνε απογοητευμένοι και κακώς ενημερωμένοι πολίτες.

Αλλά αυτό είναι μόνο το τελευταίο από μία σειρά ανησυχητικών χτυπημάτων στην υγεία της δημοκρατίας. Στην επιφάνεια, όλα φαίνονται ακόμα μια χαρά. Πριν από μερικά χρόνια, η έρευνα για τις Παγκόσμιες Αξίες, ένα μεγάλης κλίμακας διεθνές ερευνητικό έργο, ρώτησε περισσότερα από 73.000 άτομα σε 57 χώρες, εάν πίστευαν ότι η δημοκρατία ήταν ένας καλός τρόπος για να κυβερνηθεί μια χώρα – και σχεδόν το 92% είπε ναι. Αλλά η ίδια έρευνα διαπίστωσε ότι κατά τα τελευταία 10 χρόνια, σε όλο τον κόσμο, υπήρξε μια σημαντική αύξηση σε επικλήσεις για έναν ισχυρό ηγέτη “που δεν θα χρειάζεται να ασχολείται με το κοινοβούλιο και τις εκλογές” – και ότι η εμπιστοσύνη στις κυβερνήσεις και τα πολιτικά κόμματα έχει φτάσει σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα. Φαίνεται ότι οι άνθρωποι αρέσκονται στην ιδέα της δημοκρατίας αλλά απεχθάνονται την πραγματικότητα.

Η εμπιστοσύνη στους θεσμούς της δημοκρατίας επίσης μειώνεται εμφανώς. Κατά τα τελευταία πέντε χρόνια, η επίσημη έρευνα του Προεδρείου της Ευρωπαϊκής Ένωσης διαπίστωσε ότι λιγότερο από το 30% των Ευρωπαίων είχε πίστη στα εθνικά του κοινοβούλια και τις κυβερνήσεις – ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά εδώ και χρόνια, και μια ένδειξη ότι σχεδόν τα τρία τέταρτα των ανθρώπων δείχνουν δυσπιστία στους πιο σημαντικούς πολιτικούς θεσμούς των κρατών τους. Παντού στην Δύση, τα πολιτικά κόμματα – οι βασικοί παράγοντες στις δημοκρατίες μας – είναι μεταξύ των λιγότερο αξιόπιστων θεσμών στην κοινωνία. Παρά το γεγονός ότι ο σκεπτικισμός αποτελεί βασική συνιστώσα της ιδιότητας του πολίτη σε μια ελεύθερη κοινωνία, δικαιούμαστε να ρωτήσουμε τι θα προκαλούσε η διάδοση αυτής της δυσπιστίας και σε ποιο σημείο ο υγιής σκεπτικισμός αντιστρέφει την ολοκληρωτική αποστροφή.

Υπάρχει κάτι εκρηκτικό σχετικά με μια εποχή κατά την οποία το ενδιαφέρον για την πολιτική μεγαλώνει, ενώ η πίστη στην πολιτική μικραίνει. Τι σημαίνει αυτό για τη σταθερότητα μιας χώρας, αν όλο και περισσότεροι άνθρωποι παρακολουθούν προσεκτικά τις δραστηριότητες μιας δημόσιας αρχής που όσο πάει εμπιστεύονται και λιγότερο; Πόσο χλευασμό μπορεί ένα τέτοιο σύστημα να αντέξει, ειδικά τώρα που ο καθένας μπορεί να μοιραστεί τις βαθύτερές του απόψεις σε απευθείας σύνδεση;

Πριν από πενήντα χρόνια, ζούσαμε σε έναν κόσμο με μεγαλύτερη πολιτική απάθεια και ακόμη μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στην πολιτική. Τώρα υπάρχει τόσο πάθος και όσο δυσπιστία. Αυτή είναι μια ταραγμένη εποχή, όπως και τα γεγονότα της περασμένης εβδομάδας καταδεικνύουν πολύ καθαρά. Και όμως, για όλη αυτή την αναταραχή, υπήρξε μικρός προβληματισμός σχετικά με τα εργαλεία που χρησιμοποιούν οι δημοκρατίες μας. Αποτελεί ακόμα μομφή το να ρωτήσουμε αν οι εκλογές, στη σημερινή τους μορφή, αποτελούν μια πολύ ξεπερασμένη τεχνολογία για τη μετατροπή της συλλογικής βούλησης του λαού σε κυβερνήσεις και πολιτικές.

Συζητάμε το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, χωρίς να συζητάμε τις αρχές του. Αυτό θα έπρεπε να προκαλεί έκπληξη. Σε ένα δημοψήφισμα, ρωτάμε τους ανθρώπους άμεσα τι σκέφτονται όταν δεν έχουν την υποχρέωση να σκεφτούν – αν και σίγουρα έχουν βομβαρδιστεί με κάθε πιθανή μορφή χειραγώγησης κατά τους μήνες που προηγούνται της ψηφοφορίας. Αλλά το πρόβλημα δεν περιορίζεται στα δημοψηφίσματα: στις εκλογές, μπορείτε να ρίχνετε την ψήφο σας, αλλά μπορείτε επίσης να την αλλάξετε τα επόμενα χρόνια. Αυτό το σύστημα της αντιπροσώπευσης μέσω ενός εκλεγμένου αντιπροσώπου μπορεί να ήταν απαραίτητο στο παρελθόν – όταν η επικοινωνία ήταν αργή και οι πληροφορίες περιορισμένες – αλλά είναι εντελώς παλαιολιθικό σε σχέση με τον τρόπο που οι πολίτες αλληλεπιδρούν μεταξύ τους σήμερα. Ακόμη και στον 18ο αιώνα, ο Ζαν-Ζακ Ρουσσώ είχε παρατηρήσει ότι οι εκλογές από μόνες τους δεν αποτελούσαν εγγύηση της ελευθερίας: “Οι άνθρωποι της Αγγλίας εξαπατούν τους εαυτούς τους όταν πιστεύουν πως είναι ελεύθεροι. Στην πραγματικότητα,είναι μόνο κατά την διάρκεια της διεξαγωγής των εκλογών των μελών του κοινοβουλίου: και, το συντομότερο που θα εκλεγούν τα νέα μέλη, οι άνθρωποι θα είναι και πάλι δέσμιοι σε αλυσίδες, και δεν θα αξίζουν τίποτα “.

Τα δημοψηφίσματα και οι εκλογές είναι και τα δύο απόκρυφα όργανα της δημόσιας διαβούλευσης. Αν αρνούμαστε να εκσυγχρονίσουμε την δημοκρατική τεχνολογία μας, μπορεί να φτάσουμε το σύστημα να μην επιδέχεται καμία άλλη επισκευή. Το 2016 ήδη κινδυνεύει να γίνει η χειρότερη χρονιά για τη δημοκρατία από το 1933. Μπορούμε να βρεθούμε, ακόμη και μετά την τρέλα του Brexit, με τον Donald Trump να κερδίζει την αμερικανική προεδρία μέσα στο έτος. Αλλά αυτό μπορεί να έχει να κάνει  λιγότερο  με την προσωπικότητα του Trump, ή τις παραξενιές του αμερικανικού πολιτικού συστήματος, παρά με τον επικίνδυνο δρόμο που έχουν πάρει όλες οι δυτικές δημοκρατίες: την μείωση της δημοκρατικής διαδικασίας στην ψηφοφορία.

3000949045_cfe09ea839_z

Δεν είναι περίεργο ότι η ψηφοφορία, το υψηλότερο καθήκον μας ως πολίτες, να μαγειρεύεται σαν μια ατομική ενέργεια που εκτελέστηκε στη σιωπή ενός παραβάν ψηφοφορίας; Είναι αυτό πραγματικά το μέρος όπου μετατρέπουμε τα βαθύτερα συναισθήματα του ψηφοφόρου σε κοινές προτεραιότητες; Είναι πραγματικά το μέρος όπου το κοινό καλό και η μακροημέρευση εξυπηρετούνται καλύτερα;

Αρνούμενοι να αλλάξουμε διαδικασίες, έχουμε προκαλέσει την πολιτική αναταραχή και αστάθεια σαν καθοριστικά χαρακτηριστικά της δυτικής δημοκρατίας. Το περασμένο Σαββατοκύριακο η Ισπανία έπρεπε να πραγματοποιήσει τον δεύτερο γύρο κυβερνητικών εκλογών μέσα σε έξι μήνες μετά την αποτυχία της πρώτης εντολής για σχημάτιση κυβέρνησης. Πριν από λίγες εβδομάδες, η Αυστρία σχεδόν εξέλεξε τον πρώτο ακροδεξιό προέδρο της, ενώ ένα ολλανδικό δημοψήφισμα τον Απρίλιο καταψήφισε μια εμπορική συμφωνία μεταξύ της Ουκρανίας και της ΕΕ. Η χώρα μου, το Βέλγιο, έγινε ο περίγελος της Ευρώπης λίγα χρόνια νωρίτερα, όταν απέτυχε να σχηματίσει κυβέρνηση για 541 ημέρες. Αλλά κανείς δεν γελάει τώρα που φαίνεται ότι πολλές δυτικές δημοκρατίες βρίσκονται στη διαδικασία να γίνουν “Βέλγιο”.

Αμέτρητες δυτικές κοινωνίες σήμερα πλήττονται από αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε “σύνδρομο δημοκρατικής κόπωσης”. Τα συμπτώματα μπορεί να περιλαμβάνουν πυρετώδη δημοψήφισματα, μείωση των κομματικών μελών, και χαμηλή προσέλευση των ψηφοφόρων. Ή την κυβερνητική ανικανότητα και πολιτική παράλυση – κάτω από τον ανηλεή έλεγχο των μέσων ενημέρωσης, την ευρεία δημόσια δυσπιστία και τις λαϊκιστικές αναταραχές.

Αλλά το σύνδρομο της δημοκρατικής κόπωσης δεν έχει προκληθεί τόσο από τους ανθρώπους, τους πολιτικούς ή τα κόμματα – προκαλείται από τη διαδικασία. Η δημοκρατία δεν είναι το πρόβλημα. Η ψηφοφορία είναι το πρόβλημα. Πού είναι η λογική φωνή του λαού σε όλα αυτά; Που έχουν την ευκαιρία οι πολίτες να αποκτήσουν καλύτερη δυνατή ενημέρωση, να εμπλακούν προσωπικά και να αποφασίσουν συλλογικά για το μέλλον τους; Που οι πολίτες έχουν την ευκαιρία να διαμορφώσουν τη μοίρα των κοινοτήτων τους; Σίγουρα όχι στο παραβάν της ψηφοφορίας.

Οι λέξεις “εκλογές” και “δημοκρατία” έχουν γίνει συνώνυμες. Έχουμε πείσει τους εαυτούς μας ότι ο μόνος τρόπος για να επιλέξουμε έναν αντιπρόσωπο είναι μέσω της κάλπης. Στην τελική, η Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του 1948 δηλώνει πως: “Η θέληση του λαού θα είναι η βάση των αρχών της κυβέρνησης. Η θέληση αυτή πρέπει να εκφράζεται με περιοδικές και γνήσιες εκλογές, οι οποίες θα διεξάγονται μέσα από καθολική και ισότιμη ψηφοφορία και μυστικά, ή με ισοδύναμες ελεύθερες διαδικασίες ψηφοφορίας”.

Η έκφραση “Η θέληση αυτή πρέπει να εκφράζεται” είναι χαρακτηριστική του τρόπου σκέψης μας για τη δημοκρατία: όταν λέμε “δημοκρατία”, εννοούμε μόνο “εκλογές”. Αλλά δεν είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι η Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου περιέχει έναν τέτοιο ακριβή ορισμό για το πώς πρέπει να εκφράζεται η βούληση του λαού; Γιατί θα πρέπει ένα τέτοιο συνοπτικό κείμενο σχετικά με τα βασικά δικαιώματα, το οποίο έχει μήκος λιγότερο από 2.000 λέξεις, να δώσει ιδιαίτερη προσοχή στην πρακτική εφαρμογή ενός από αυτά τα δικαιώματα; Είναι σαν οι άνθρωποι που συνέταξαν την Διακήρυξη το 1948 να έβλεπαν τη συγκεκριμένη μέθοδο ως βασικό δικαίωμα, σαν η ίδια η διαδικασία να ήταν το ίδιο ιερή.

Φαίνεται ότι η βασική αιτία του συνδρόμου της δημοκρατικής κόπωσης έγκειται στο γεγονός ότι έχουμε γίνει όλοι εκλογικοί φονταμενταλιστές, προσκυνώντας τις εκλογές, αλλά περιφρονώντας τους ανθρώπους που εκλέγονται.

Ο εκλογικός φονταμενταλισμός είναι η ακλόνητη πίστη στην ιδέα ότι η δημοκρατία είναι αδιανόητη χωρίς εκλογές και ότι οι εκλογές είναι απαραίτητη και βασική προϋπόθεση όταν μιλάμε για δημοκρατία. Οι εκλογικοί φονταμενταλιστές αρνούνται να θεωρήσουν τις εκλογές ως ένα μέσο για συμμετοχή στη δημοκρατία, βλέποντας τες αντ ‘αυτού ως αυτοσκοπό, ως δόγμα με μια εγγενή, αναφαίρετη αξία.

Αυτή η τυφλή πίστη στην κάλπη, ως την απόλυτη βάση πάνω στην οποία στηρίζεται η λαϊκή κυριαρχία, μπορεί να φανεί πιο έντονα απ ‘όλα στη διεθνή διπλωματία. Όταν οι Δυτικές χώρες-δωρητές επιχορηγούν  χώρες που μαστίζονται από συγκρούσεις  – όπως το Κονγκό, το Ιράκ ή το Αφγανιστάν – και ελπίζουν ότι θα γίνουν δημοκρατίες, αυτό που πραγματικά εννοούν είναι το εξής: Πρέπει να διενεργηθούν εκλογές, κατά προτίμηση με το δυτικό μοντέλο, με παραβάν, ψηφοδέλτια και κάλπες. Με κόμματα, εκστρατείες και συνασπισμούς. Με τους καταλόγους των υποψηφίων, τα εκλογικά κέντρα και το κερί σφράγισης, όπως ακριβώς κάνουμε και εμείς. Και μόνο τότε θα λάβουν χρήματα από εμάς.

Οι τοπικοί δημοκρατικοί και πρωτο-δημοκρατικοί θεσμοί (συνελεύσεις χωριών, ο παραδοσιακός διαμεσολαβητής συγκρούσεων ή η αρχαία νομολογία) δεν έχουν καμία πιθανότητα. Αυτοί οι θεσμοί μπορεί να έχουν την αξία τους στην ενθάρρυνση μιας ειρηνικής και συλλογικής συζήτησης, αλλά η χρηματοδότηση θα κλείσει, εκτός εάν τηρηθούν οι δικές μας δοκιμασμένες συνταγές.

Αν κοιτάξετε στις συστάσεις των δυτικών δωρητών, είναι σαν η δημοκρατία να είναι ένα είδος εξαγώγιμου προϊόντος, συναρμολογούμενο, σε πρακτική συσκευασία, έτοιμο για αποστολή. Οι “ελεύθερες και δίκαιες εκλογές” έχουν γίνει κάτι σαν Ikea kit για δημοκρατία – να συναρμολογηθούν από τον παραλήπτη, με ή χωρίς τη βοήθεια των οδηγιών που περικλείονται. Και αν το έπιπλο που θα προκύψει είναι ασύμμετρο, άβολο για να καθίσεις, ή καταρρέει; Τότε είναι ευθύνη του πελάτη.

Το ότι οι εκλογές μπορούν να έχουν όλα τα είδη των αποτελεσμάτων σε κράτη που είναι εύθραυστα, μεταξύ των οποίων  βία, εθνοτικές εντάσεις,εγκληματικότητα και διαφθορά, φαίνεται να είναι δευτερευούσης σημασίας. Ότι οι εκλογές δεν προωθούν αυτόματα τη δημοκρατία, αλλά μπορεί αντ ‘αυτού να την αποτρέψουν ή και να την καταστρέψουν, ξεχνιέται βολικά. Επιμένουμε ότι σε κάθε χώρα του κόσμου οι άνθρωποι πρέπει να βαδίζουν προς τα εκλογικά τμήματα. Ο εκλογικός φονταμενταλισμός μας πραγματικά παίρνει την μορφή ενός νέου, παγκόσμιου ευαγγελίου. Οι εκλογές είναι η τελετουργία της νέας πίστης, ένα τελετουργικό όπου θεωρείται ζωτική ανάγκη η μορφή να είναι πιο σημαντική από το περιεχόμενο.

Αυτή η μονόφθαλμη οπτική των εκλογών είναι στην πραγματικότητα μάλλον περίεργη. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων 3.000 χρόνων, οι άνθρωποι έχουν πειραματιστεί με τη δημοκρατία και μόνο τα τελευταία 200 χρόνια ασκούν την δημοκρατία αποκλειστικά μέσα από τη διεξαγωγή εκλογών. Ωστόσο, θεωρούν τις εκλογές ως τη μόνη έγκυρη μέθοδο. Γιατί; Η δύναμη της συνήθειας είναι το θέμα εδώ, φυσικά, αλλά υπάρχει και μια πιο απλή αιτία, βάση του γεγονότος ότι οι εκλογές έχουν δουλέψει αρκετά καλά κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων αιώνων. Παρά τον αριθμό των εμφανώς κακών εκβάσεων, οι εκλογές έχουν κάνει πολύ συχνά τη δημοκρατία δυνατή.

Ωστόσο, οι εκλογές προέρχονται από ένα εντελώς διαφορετικό πλαίσιο από εκείνο που λειτουργούν σήμερα. Όταν οι υποστηρικτές των αμερικανικών και γαλλικών επαναστάσεων πρότειναν τις εκλογές ως τρόπο να μάθουν “τη θέληση του λαού”, δεν υπήρχαν πολιτικά κόμματα, υπήρχαν νόμοι που αφορούσαν το καθολικό δικαίωμα ψήφου, χωρίς εμπορικά μέσα μαζικής ενημέρωσης και χωρίς internet. Οι πρόδρομοι της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας μας δεν είχαν καμία ιδέα ότι κάποια από αυτά τα πράγματα θα υπάρξουν στο μέλλον.

Οι εκλογές είναι το ορυκτό καύσιμο της πολιτικής. Κάποια στιγμή έδωσαν στη δημοκρατία μια τεράστια ώθηση, όπως και το πετρέλαιο έκανε για τις οικονομίες μας, ενώ τώρα αποδεικνύεται πως οι ίδιες προκαλούν τεράστια προβλήματα. Αν δεν επανεξετάσουμε επειγόντως τη φύση των δημοκρατικών καυσίμων μας, μια συστημική κρίση περιμένει. Αν πεισματικά παραμείνουμε σε μια έννοια της δημοκρατίας που μειώνει τη σημασία του να ψηφίζουμε στις εκλογές και στα δημοψηφίσματα, σε μια εποχή οικονομικής δυσπραγίας, αυτό θα υπονομεύσει τη δημοκρατική διαδικασία.

Στα χρόνια μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, οι δυτικές δημοκρατίες κυριαρχήθηκαν από μεγάλα μαζικά κόμματα, και κατείχαν τις δομές του κράτους στα χέρια τους. Μέσα από ένα δίκτυο ενδιάμεσων οργανώσεων, όπως τα συνδικάτα,τις επιχειρήσεις και τα κομματικά μέσα μαζικής ενημέρωσης, κατάφεραν να είναι κοντά στις ζωές των πολιτών. Αυτό οδήγησε σε ένα εξαιρετικά σταθερό σύστημα, με μεγάλη πίστη στα κόμματα και με προβλέψιμη εκλογική συμπεριφορά.

Αυτό άλλαξε στη δεκαετία του 1980 και του 1990, όταν ο διάλογος διαμορφωνόταν όλο και περισσότερο από την ελεύθερη αγορά. Οι κομματικές εφημερίδες εξαφανίστηκαν ή αγοράστηκαν από ανήσυχα μέσα ενημέρωσης, εμπορικοί ραδιοτηλεοπτικοί φορείς εισήλθαν στο χώρο, ακόμη και οι δημόσιοι ραδιοτηλεοπτικοί φορείς υιοθέτησαν όλο και περισσότερο τη σκέψη της αγοράς. Βλέπετε, το να διαβάζεις και να ακούς τους αριθμούς της αγοράς έγινε εξαιρετικά σημαντικό – ήταν ο καθημερινός δείκτης τιμών της μετοχής της κοινής γνώμης. Τα εμπορικά μέσα μαζικής ενημέρωσης αναδείχθηκαν ως οι σημαντικότεροι κατασκευαστές της κοινωνικής συναίνεσης, και η οργανωμένη κοινωνία των πολιτών άρχισε να χάνει έδαφος. Οι συνέπειες ήταν προβλέψιμες, οι πολίτες έγιναν καταναλωτές και οι εκλογές επικίνδυνες.

Τα κόμματα άρχισαν να βλέπουν τους εαυτούς τους όλο και  λιγότερο ως μεσολαβητές μεταξύ ανθρώπων και  εξουσίας, και αντ ‘αυτού εγκαταστάθηκαν στις παρυφές του κρατικού μηχανισμού. Για να διατηρήσουν τις θέσεις τους εκεί, αρκούσε να στρέφονται στον ψηφοφόρο κάθε λίγα χρόνια για να διατηρήσουν την νομιμότητά τους. Οι εκλογές έγιναν μια μάχη που δινόταν στα μέσα μαζικής ενημέρωσης για την εύνοια των ψηφοφόρων. Τα πάθη που προκλήθηκαν μεταξύ του λαού απέσπασαν την προσοχή από ένα πολύ πιο θεμελιώδες συναίσθημα, έναν αυξανόμενο ερεθισμό όπου όλα και τίποτα σχετίζονται με την πολιτική.

Το 2004, ο Βρετανός κοινωνιολόγος Colin Crouch εισήγαγε τον όρο “μετα-δημοκρατία” για να περιγράψει αυτή τη νέα τάξη:

Σύμφωνα με το μοντέλο αυτό, ενώ οι εκλογές σίγουρα υπάρχουν και μπορούν να αλλάξουν τις κυβερνήσεις, οι δημόσιες εκλογικές συζητήσεις αποτελούν ένα αυστηρά ελεγχόμενο θέαμα, το οποίο διαχειρίζονται αντίπαλες ομάδες επαγγελματιών εμπειρογνωμόνων στις τεχνικές της πειθούς, οι οποίες επιλέγουν μόνο ένα μικρό φάσμα θεμάτων. Η μάζα των πολιτών παίζει ένα παθητικό, ήρεμο ρόλο και ανταποκρίνεται μόνο στα ερεθίσματα που της δίνονται.

Η Ιταλία του Σίλβιο Μπερλουσκόνι ήρθε πιο κοντά στο να ταιριάξει στον ορισμό του μετα-δημοκρατικού κράτους, αλλά και αλλού έχουμε δει τις διαδικασίες που τείνουν προς αυτή την κατεύθυνση. Από το τέλος του 20ου αιώνα, οι πολίτες έχουν αρχίσει να μοιάζουν με τους προκατόχους τους του 19ου αιώνα. Επειδή η κοινωνία των πολιτών έχει γίνει πιο αδύναμη, ένα κενό έχει δημικουργηθεί και πάλι μεταξύ του κράτους και του ατόμου.

Μετά την άνοδο των πολιτικών κομμάτων, την καθιέρωση της καθολικής ψηφοφορίας, την άνοδο και την πτώση της οργανωμένης κοινωνίας των πολιτών και την κυριαρχία των εμπορικών μέσων ενημέρωσης, ένας άλλος παράγοντας έχει πλέον προστεθεί: τα social media.

Στις αρχές του 21ου αιώνα, οι πολίτες θα μπορούσαν να παρακολουθήσουν πολιτικό θέατρο, λεπτό προς λεπτό, στο ραδιόφωνο, στην τηλεόραση ή στο διαδίκτυο. Αλλά σήμερα μπορούν να αλληλεπιδράσουν σε αυτό από δευτερόλεπτο σε δευτερόλεπτο και να κινητοποιήσουν και άλλους. Η κουλτούρα της άμεσης αναφοράς έχει σαν αποτέλεσμα την άμεση ανατροφοδότηση, με αποτέλεσμα την ακόμη μεγαλύτερη κακοφωνία. Το έργο του δημόσιου προσώπου, και ιδιαίτερα του εκλεγμένου πολιτικού, δεν γίνεται ευκολότερο από όλο αυτό. Κάποιος μπορεί να δει αμέσως εάν οι νέες προτάσεις είναι αποδεκτές από τους πολίτες, και μάλιστα μπορεί να δει ακριβώς πόσοι πολίτες θα τις στηρίξουν έμπρακτα. Η νέα τεχνολογία δίνει στους ανθρώπους μια φωνή, αλλά η φύση αυτής της νέας πολιτικής συμμετοχής κάνει το εκλογικό σύστημα να υποφέρει στις αρθρώσεις όλο και περισσότερο.

Τα εμπορικά και κοινωνικά μέσα δικτύωσης ενισχύουν επίσης το ένα το άλλο – μαζεύοντας το ένα τις ειδήσεις του άλλου και δίνοντάς τες πίσω δημιουργούν μια ατμόσφαιρα διαρκούς λασπολογίας. Ο σκληρός ανταγωνισμός, η απώλεια των διαφημιστικών εσόδων και η μείωση των πωλήσεων ωθεί τα μέσα ενημέρωσης να παράγουν όλο και πιο έντονες αναφορές για ολοένα και πιο υπερβολικές συγκρούσεις. Για το ραδιόφωνο και την τηλεόραση, η εθνική πολιτική έχει γίνει μια καθημερινή σαπουνόπερα, και ενώ οι συντάκτες καθορίζουν σε κάποιο βαθμό το πλαίσιο, το σενάριο και τις συνομιλίες, οι πολιτικοί, με ποικίλους βαθμούς επιτυχίας, προσπαθούν να κατευθύνουν τα πράγματα με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Οι πιο δημοφιλείς πολιτικοί είναι εκείνοι που πετυχαίνουν να αλλάξουν το σενάριο και να επανασχεδιάσουν την συζήτηση – με άλλα λόγια, εκείνοι που μπορούν να στρέψουν τα μέσα ενημέρωσης προς τα δικά τους “θέλω”.

Αυτή η συλλογική υστερία έχει κάνει τον εκλογικό πυρετό μόνιμο και έχει σοβαρές συνέπειες στη λειτουργία της δημοκρατίας. Η αποδοτικότητα υποφέρει κάτω από τον εκλογικό λογισμό, η νομιμότητα κάτω από τη συνεχή ανάγκη να διακρίνει τον εαυτό της, ενώ ταυτόχρονα, το εκλογικό σύστημα πάλι προσπαθεί να εξασφαλίσει ότι η μακροημέρευση και το κοινό συμφέρον θα φθείνουν απέναντι στα βραχυπρόθεσμα κομματικά συμφέροντα. Οι εκλογές κάποτε εφευρέθηκαν για να καταστήσουν δυνατή τη δημοκρατία, αλλά σε αυτές τις συνθήκες φαίνεται να αποτελούν εμπόδιο.

Από τότε που μειώσαμε τη δημοκρατία στην επιλογή των εκπροσώπων, και μειώσαμε την αντιπροσωπευτική δημοκρατία στο να σημαίνει απλώς δικαίωμα ψήφου, ένα πολύτιμο σύστημα βρίσκεται τώρα βυθισμένο σε βαθιές δυσκολίες. Το να κερδίσεις τις επόμενες εκλογές έχει γίνει πιο σημαντικό από την εκπλήρωση των υποσχέσεων που δόθηκαν στις τελευταίες. Το να κάνουμε το καλύτερο με το σύστημα που διαθέτουμε γίνεται ολοένα και πιο δύσκολο.

roman_election

Τι είδους δημοκρατία είναι κατάλληλη για την εποχή της γρήγορης, αποκεντρωμένης επικοινωνίας; Πώς θα πρέπει η κυβέρνηση να αντιμετωπίσει όλους αυτούς τους ομιλούντες πολίτες που στέκονται και φωνάζουν από τα παρασκήνια;

Φανταστείτε να πρέπει να αναπτυχθεί ένα σύστημα που σήμερα θα εκφράζει τη βούληση του λαού. Θα ήταν πραγματικά καλή ιδέα να τους έχουμε όλους στις ουρές των εκλογικών τμημάτων κάθε τέσσερα ή πέντε χρόνια, με ένα αποδεικτικό ταυτότητας στα χέρια τους για να πάνε σε ένα σκοτεινό παραβάν και να βάλουν ένα σημάδι δίπλα στα ονόματα σε μια λίστα, ονόματα τα οποία αδιάκοπα βλέπουν σε αναφορές εδώ και μήνες σε ένα εμπορικό περιβάλλον που κερδίζει από αυτήν την διαδικασία;

Οι άνθρωποι νοιάζονται βαθιά για τις κοινότητές τους και θέλουν να ακουστούν. Αλλά ένας πολύ καλύτερος τρόπος να τους αφήσουμε να μιλήσουν από ένα δημοψήφισμα είναι να επιστρέψουμε στην κεντρική αρχή της αθηναϊκής δημοκρατίας: συμμετοχή με κλήρωση, ή κλήρος όπως ονομάζεται. Στην αρχαία Αθήνα, η μεγάλη πλειοψηφία των δημόσιων λειτουργών επιλέγονταν με κλήρωση. Η Αναγέννηση έδειξε πως η Βενετία και η Φλωρεντία εργάστηκαν πάνω στην ίδια βάση και εμπειρία πολιτικής σταθερότητας για αιώνες. Με την κλήρωση, δεν ζητάς από όλους να ψηφίσουν σε ένα θέμα που λίγοι άνθρωποι καταλαβαίνουν πραγματικά, αλλά συντάσεις ένα τυχαίο δείγμα πληθυσμού και βεβαιώνεσαι ότι υπάρχουν τα εχέγγυα για να ληφθεί μια λογική απόφαση. Μια μέρος της κοινωνίας που έχει ενημερωθεί μπορεί να δράσει με μεγαλύτερη συνέπεια από ό,τι μια ολόκληρη κοινωνία που είναι ανενημέρωτη.

Πειράματα με κληρώσεις έχουν εφαρμοστεί με επιτυχία στις ΗΠΑ, την Αυστραλία και την Ολλανδία. Η πιο καινοτόμος χώρα μέχρι στιγμής είναι σίγουρα η Ιρλανδία. Τον Δεκέμβριο του 2012, μια συνταγματική συνέλευση ξεκίνησε εργασίες προκειμένου να αναθεωρήσει πολλά άρθρα του συντάγματος της Ιρλανδίας. Τα μέλη της δεν ήταν απλά μια επιτροπή βουλευτών που εργάζονται πίσω από κλειστές πόρτες, αλλά ένα μείγμα από εκλεγμένους πολιτικούς και απλούς ανθρώπους: 33 εκλεγμένοι πολιτικοί και 66 πολίτες, που συντάχθηκαν μετά από κλήρωση, τόσο από την Ιρλανδία όσο και τη Βόρεια Ιρλανδία. Η ομάδα αυτή συνεδρίαζε ένα Σαββατοκύριακο το μήνα για περισσότερο από ένα χρόνο.

Μια ανεξάρτητη γραφειοκρατική έρευνα επέλεξε την τυχαία ομάδα 66 πολιτών, λαμβάνοντας υπόψη την ηλικία, το φύλο και τον τόπο γέννησης. Η ποικιλία αυτή ήταν χρήσιμη όταν ήρθε η ώρα να συζητήσουν θέματα όπως ο γάμος του ιδίου φύλου, τα δικαιώματα των γυναικών ή η απαγόρευση της βλασφημίας που ίσχυε κατά το τρέχον σύνταγμα. Ωστόσο, δεν το έκαναν όλο αυτό από μόνοι τους: οι συμμετέχοντες άκουσαν ειδικούς και έλαβαν στοιχεία από άλλους πολίτες (υπήρχαν πάνω από χίλιες συνεισφορές σχετικά με το θέμα του γάμου των ομοφυλοφίλων). Οι αποφάσεις που ελήφθησαν από την επιτροπή δεν είχαν την ισχύ νόμου. Οι αποφάσεις έπρεπε πρώτα να εγκριθούν από τα δύο σώματα του ιρλανδικού κοινοβουλίου, έπειτα από την κυβέρνηση και, στη συνέχεια, από ένα δημοψήφισμα.

Μιλώντας με ένα δείγμα της ιρλανδικής κοινωνίας, οι πολιτικοί μπορούσαν να επωφεληθούν περισσότερο από ό,τι θα μπορούσαν αν απλά μίλαγαν ο ένας στον άλλο. Με την ανταλλαγή απόψεων με τους εκλεγμένους αξιωματούχους, οι πολίτες μπορούσαν να σχετιστούν μαζί τους πολύ περισσότερο από ό,τι μέσα από τις εκλογές ή το δημοψήφισμα.

Τι θα συμβεί αν αυτή η διαδικασία είχε εφαρμοστεί στη Βρετανία την περασμένη εβδομάδα; Τι θα είχε συμβεί αν ένα τυχαίο δείγμα πολιτών είχε την ευκαιρία να μάθει από τους ειδικούς, να ακούσει τις προτάσεις, να μιλήσει και να συνεργαστεί με τους πολιτικούς; Τι θα είχε συμβεί αν μια μικτή ομάδα των εκλεγμένων και συντασσόμενων πολιτών είχε σκεφτεί το θέμα; Τι θα είχε συμβεί αν η υπόλοιπη κοινωνία μπορούσε να έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει και να συμβάλει στις εργασίες αυτής της ομάδας; Τι θα είχε συμβεί αν η πρόταση αυτής της ομάδας μπορούσε να υποβληθεί σε δημόσιο έλεγχο; Πιστεύουμε ότι θα είχε ληφθεί η παρόμοια απερίσκεπτη απόφαση;

Ο κλήρος θα μπορούσε να προσφέρει μια λύση για το σύνδρομο δημοκρατική κόπωσης που βλέπουμε παντού σήμερα. Η κλήρωση δεν είναι ένα θαύμα που θεραπεύει περισσότερο από ό,τι ως τώρα έκανα οι εκλογές, αλλά μπορεί να βοηθήσει στο να διορθωθούν μια σειρά από λάθη του σημερινού συστήματος. Ο κίνδυνος της διαφθοράς είναι μειωμένος, ο εκλογικός πυρετός υποχωρεί και η προσοχή στο κοινό καλό αυξάνεται. Η ψηφοφορία με βάση το ένστικτο αντικαθίσταται από την λογική συζήτηση, καθώς εκείνοι που έχουν επιλεγεί τρίβονται με την γνώμη των εμπειρογνωμόνων, την αντικειμενική ενημέρωση και τη δημόσια συζήτηση. Οι πολίτες που επιλέγονται με κλήρωση μπορεί να μην έχουν την εμπειρία επαγγελματιών πολιτικών, αλλά προσθέτουν κάτι ζωτικής σημασίας στη διαδικασία: την ελευθερία. Στο τέλος, δεν χρειάζεται να εκλεγούν ή να επανεκλεγούν.

Τα σώματα ενόρκων για τις ποινικές δίκες που επιλέγονται με κλήρωση έχουν αποδείξει ότι οι άνθρωποι μπορούν να λάβουν γενικά το έργο τους πολύ σοβαρά. Ο φόβος ενός μέρους ανθρώπων που συμπεριφέρεται απερίσκεπτα ή ανεύθυνα είναι αβάσιμος. Εάν συμφωνήσουμε ότι 12 άνθρωποι μπορούν να αποφασίσουν με καλή πίστη για την ελευθερία ή φυλάκιση ενός συμπολίτη τους τότε μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι ένας αριθμός από αυτούς μπορεί, και θα εξυπηρετήσει τα συμφέροντα της κοινότητας με υπεύθυνο τρόπο.

Αν πολλές χώρες βασίζονται στην αρχή της κλήρωσης στο σύστημα ποινικής δικαιοσύνης, γιατί δεν στηρίζονται σε αυτό και για το νομοθετικό τους σύστημα; Χρησιμοποιούμε ήδη μια λαχειοφόρο διαδικασία κάθε μέρα, αλλά την χρησιμοποιούμε στη χειρότερη δυνατή μορφή: σε δημοσκοπήσεις της κοινής γνώμης. Όπως ο Αμερικάνος πολιτικός επιστήμονας James Fishkin περίφημα παρατήρησε: “Σε μια δημοσκόπηση, ρωτάμε τους ανθρώπους τι σκέφτονται όταν δεν σκέφτονται. Θα ήταν πιο ενδιαφέρον να ρωτήσουμε τι σκέφτονται αφού είχαν πρώτα την ευκαιρία να σκεφτούν.”

1215722_264a30d996_z

Η δημοκρατία δεν είναι, εξ ορισμού, η διακυβέρνηση από τους καλύτερους, εκλεγμένους ή όχι. Ευδοκιμεί επιτρέποντας ακριβώς μια ποικιλομορφία φωνών να ακουστεί. Έχει να κάνει με τον ισότιμο λόγο, το ίσο δικαίωμα στο να καθορίσουμε ποια θα είναι η πολιτική δράση.

Προκειμένου να διατηρηθεί η δημοκρατία ζωντανή, θα πρέπει να μάθουμε ότι η δημοκρατία δεν μπορεί να περιοριστεί μόνο στις ψηφοφορίες. Οι εκλογές και τα δημοψηφίσματα γίνονται επικίνδυνα ξεπερασμένα εργαλεία εάν δεν έχουν εμπλουτιστεί με πιο λογικές μορφές συμμετοχής των πολιτών. Η δομημένη συζήτηση με ένα τυχαίο δείγμα πολιτών υπόσχεται να δημιουργήσει μια πιο ζωτικής σημασίας δυναμική ,και χωρίς αποκλεισμούς, μορφή δημοκρατίας. Στην Ουτρέχτη, την τέταρτη πόλη της Ολλανδίας, το δημοτικό συμβούλιο αποτελείται σήμερα από 150 πολίτες επιλεγμένους με κλήρο που συν-δημιουργούν ένα βιώσιμο σχέδιο για την ενέργεια της πόλης. Αυτές οι διαδικασίες μπορούν να αποτελέσουν μόνιμο χαρακτηριστικό κάθε σύγχρονης δημοκρατίας.

Το πιο κοινό επιχείρημα κατά της κλήρωσης είναι η υποτιθέμενη ανικανότητα εκείνων που δεν επιλέχθηκαν με εκλογές. Ένα σώμα εκλεγμένων αντιπροσώπων έχει αναμφισβήτητα περισσότερες τεχνικές ικανότητες από ένα σώμα με κλήρο. Αλλά ποια είναι η χρήση ενός κοινοβουλίου γεμάτου με υψηλού μορφωτικού επιπέδου δικηγόρους, αν λίγοι από αυτούς γνωρίζουν πόσο κοστίζει το ψωμί;

Άλλωστε, οι εκλεγμένοι δεν ξέρουν τα πάντα. Χρειάζονται προσωπικό και ερευνητές για να καλύψουν τα κενά της εμπειρίας τους. Με τον ίδιο τρόπο, ένα αντιπροσωπευτικό σώμα με κλήρο δεν θα σταθεί μόνο του. Θα μπορούσε να προσκαλέσει εμπειρογνώμονες, να βασιστεί σε επαγγελματίες να διαχειριστούν συζητήσεις και να θέσουν ερωτήσεις στους πολίτες. Η νομοθεσία θα μπορούσε να διαμορφωθεί από την αλληλεπίδραση μεταξύ αυτού του σώματος και μιας εκλεγμένης μερίδας.

Τα επιχειρήματα που προβάλλονται ενάντια στην κλήρωση συχνά είναι ταυτόσημα με τους λόγους που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν για να αποτρέψουν αγρότες, εργαζόμενους ή γυναίκες από το να ψηφίσουν. Τότε, επίσης, οι αντίπαλοι ισχυρίστηκαν ότι αυτό θα σηματοδοτήσει το τέλος της δημοκρατίας. Πιστεύουμε πως το Brexit θα εξακολουθούσε να είναι πιθανό αν οι πολίτες είχαν πραγματικά καλεστεί να εκφράσουν τα παράπονά τους και να αναζητήσουν λύσεις, μαζί με εκείνους που είχαν ψηφίσει;

Αν ο David Cameron είχε επιλέξει την πραγματική συμμετοχή των πολιτών, θα είχε αποκτήσει μια πολύ σαφέστερη εικόνα του τί οι άνθρωποι πραγματικά ήθελαν, μια ισχυρή λίστα κοινών προτεραιοτήτων, μια ατζέντα για περαιτέρω διαπραγματεύσεις. Και θα δημιουργούσε πολύ λιγότερη δυσπιστία ανάμεσα στις μάζες και την άρχουσα τάξη. Επιπλέον, θα είχε κερδίσει τον παγκόσμιο θαυμασμό για την τόλμη να αντιμετωπίσει μια σύνθετη πρόκληση με μια καινοτόμο διαδικασία η οποία δίνει αξία στις φωνές των ανθρώπων, αντί να μετράει τις ψήφους τους. Θα μπορούσε να έχει θέσει ένα νέο πρότυπο για τη δημοκρατία, αντί απλά να το υπηρετεί σαν νεκροθάφτης του.

Το κείμενο αυτό αποτελεί ένα επεξεργασμένο απόσπασμα από το Against Elections: The Case for Democracy (The Bodley Head, 2016, μεταφρασμένο στα αγγλικά από την Liz Waters)