Skip to content →

H Ursula K. Le Guin μιλά για Δύναμη, Καταπίεση, Ελευθερία και για το πώς η Μυθοπλαστική Αφήγηση διευρύνει το πεδίο των δυνατοτήτων μας

Maria Popova, brainpickings.org [6.5.2016]

μετάφραση

≃12' λεπτά

leguin-main1

«Πρέπει πάντα να υποστηρίζουμε κάποια πλευρά», παρότρυνε ο Elie Wiesel στην θεαματική ομιλία αποδοχής του για τα βραβεία Νόμπελ. «Η ουδετερότητα βοηθά τον καταπιεστή, ποτέ το θύμα. Η σιωπή ενθαρρύνει τον βασανιστή, ποτέ τον βασανισμένο». Και όμως μέρος της ανθρώπινης τραγωδίας είναι ότι, παρά τις καλύτερες προθέσεις μας και τα πιο ένθερμα ιδανικά μας, συχνά αποκοιμίζουμε τον εαυτό μας μέσα στην ουδετερότητα μπροστά στην αδικία – φοβούμενοι για τη δική μας σταθερότητα ή από έλλειψη εμπιστοσύνης στην ικανότητά μας να κάνουμε τη διαφορά ή παρασυρόμενοι από το πιο δηλητηριωδώς τρωτό χαρακτηριστικό της ψυχής, το δικέφαλο φίδι του κυνισμού και της αδιαφορίας. Πώς, λοιπόν, μπορούμε να αποδεσμευτούμε από μια παθητικότητα που τόσο αριστοτεχνικά εκλογικεύουμε – θυμηθείτε πως «η αδικία οπουδήποτε είναι μια απειλή στη δικαιοσύνη παντού» – και πώς θα ενδυναμώσουμε την ευαισθητοποίησή μας με ηθικό θάρρος και φαντασία;

Αυτό εξετάζει η Ursula K. Le Guin (γεν. 21 Οκτωβρίου 1929) σε ένα από τα πολλά υπέροχα κομμάτια του βιβλίου The Wave in the Mind: Talks and Essays on the Writer, the Reader, and the Imagination – ενός θησαυρού με την καθαρή σκέψη της και την φωτεινή εγκάρδια σοφία της σε θέματα εκλεκτικά και ουσιαστικά, όπως το φύλο, την ιερότητα των δημόσιων βιβλιοθηκών, τη μαγεία της πραγματικής ανθρώπινης συνομιλίας, και του τι πραγματικά σημαίνει η ομορφιά.

Σε ένα εξευγενισμένο και ευχάριστα αποθαρρυντικό δοκίμιο με τίτλο «Ένας πόλεμος χωρίς τέλος», το οποίο η Le Guin περιγράφει ως «ορισμένες σκέψεις, γραμμένες άνα διαστήματα, για την καταπίεση, την επανάσταση και τη φαντασία», γράφει:

Η χώρα μου ενώθηκε σε μια επανάσταση και σχεδόν διαλύθηκε σε μια άλλη.

Η πρώτη επανάσταση ήταν μια διαμαρτυρία ενάντια στην ενοχλητική, ηλίθια, αλλά σχετικά ήπια κοινωνική και οικονομική εκμετάλλευση. Ήταν σχεδόν μοναδικά επιτυχημένη.

Πολλοί από εκείνους που έκαναν την πρώτη επανάσταση ασκούσαν την πιο ακραία μορφή της οικονομικής εκμετάλλευσης και κοινωνικής καταπίεσης: ήταν ιδιοκτήτες σκλάβων.

Η δεύτερη αμερικανική επανάσταση, ο εμφύλιος πόλεμος, ήταν μια προσπάθεια για τη διατήρηση της δουλείας. Ήταν εν μέρει επιτυχής. Ο θεσμός μεν καταργήθηκε, αλλά το μυαλό του αφέντη και το μυαλό του σκλάβου χαρακτηρίζει ακόμα πολλές από τις σκέψεις της Αμερικής.

Όταν αυτές οι κυρίαρχες αφηγήσεις είναι τόσο βαθειά ριζωμένες σε μία κοινωνία, η Le Guin προτείνει, πως ακόμη και τα θύματα της καταπίεσης αρχίζουν να τις κάνουν κομμάτι τους. (Σκέφτομαι τον James Baldwin, που σχολίασε στην καταπληκτική συνομιλία του με την Nikki Giovanni: «Αυτό που ο κόσμος κάνει σε εσένα, αν το κάνει για αρκετό καιρό και αρκετά αποτελεσματικά, θα σε οδηγήσει να αρχίσεις να το κάνεις ο ίδιος στον εαυτό σου. Γίνεσαι συνεργός, συνένοχος των δικών σου δολοφόνων, γιατί έχεις πλέον τις ίδιες πεποιθήσεις με εκείνους.»)

Αναφορικά με το θέμα της αντίστασης στην καταπίεση, η Le Guin επικαλείται τα αξιομνημόνευτα λόγια της ποιήτριας και πρώην σκλάβας Phillis Wheatley, η οποία έγραψε το 1774: «Σε κάθε ανθρώπινο στήθος, ο Θεός έχει εμφυτεύσει μια αρχή, την οποία ονομάζουμε αγάπη για την ελευθερία. Είναι ανυπόμονη με την καταπίεση και αγωνιά για την Απελευθέρωση». Η Le Guin θεωρεί πως αυτό το άβολο παράδοξο αποτελεί το επίκεντρο αυτής της δεσμευτικής αλήθειας:

Όλα όσα είναι καλά στα θεσμικά όργανα και την πολιτική της χώρας μου, στηρίζονται σε αυτά.

Και όμως, βλέπω ότι αν και αγαπάμε την ελευθερία είμαστε ως επί το πλείστον ανεκτικοί απέναντι στην καταπίεση και μάλιστα αρνούμαστε την απελευθέρωση.

Βλέπω κίνδυνο στην επιμονή μας ότι η αγάπη μας για την ελευθερία πάντα υπερτερεί οποιασδήποτε δύναμης ή αδράνειας μας κρατά από το να αντισταθούμε στην καταπίεση και στην αναζήτηση της λύτρωσης.

Αν αρνούμαι πως οι ισχυροί, έξυπνοι, ικανοί άνθρωποι δέχονται καταπίεση, τότε χαρακτηρίζω τους καταπιεσμένους ως αδύναμους, ανόητους και απρεπείς.

Αν ήταν αλήθεια ότι οι ανώτεροι κοινωνικά άνθρωποι αρνούνται να αντιμετωπιστούν ως κατώτεροι, αυτό θα σήμαινε ότι εκείνοι που ανήκουν στις χαμηλότερες κοινωνικές τάξεις είναι πραγματικά υποδεέστεροι, δεδομένου ότι, αν ήταν ανώτεροι, θα διαμαρτύρονταν. Με δεδομένο όμως ότι αποδέχονται μια κατώτερη θέση, αυτό τους κάνει κατώτερους. Αυτό είναι το ταυτολογικό επιχείρημα που με άνεση χρησιμοποιούν οι ιδιοκτήτες σκλάβων, οι κοινωνικά αντιδραστικοί, οι ρατσιστές και οι μισογύνηδες.

Σε αντίστιξη με τις ιδέες του Kierkegaard για τη δύναμη της μειονότητας, η Le Guin πραγματοποιεί ορθολογικό έλεγχο στην κατανομή της εξουσίας σε όλη την ανθρώπινη ιστορία:

Η άρχουσα τάξη είναι πάντα μικρή, οι κατώτερες τάξεις μεγάλες, ακόμη και σε μια κοινωνία με κάστες. Οι φτωχοί πάντα ξεπερνούν αριθμητικά τους πλούσιους. Οι ισχυροί είναι λιγότεροι από αυτούς στους οποίους ασκούν εξουσία. Οι ενήλικες άνδρες κατέχουν ανώτερη θέση σε όλες σχεδόν τις κοινωνίες, αν και είναι πάντα λιγότεροι από τις γυναίκες και τα παιδιά. Οι κυβερνήσεις και οι θρησκείες επιβάλλουν κυρώσεις με σκοπό να διατηρήσουν την ανισότητα, την κοινωνική τάξη, την κατάταξη φύλου και τα προνόμια, εξ ολοκλήρου ή επιλεκτικά.

Οι περισσότεροι άνθρωποι, στα περισσότερα μέρη, τις περισσότερες φορές, ανήκουν στην κατώτερη τάξη.

Και οι περισσότεροι άνθρωποι, ακόμα και τώρα, ακόμα και στον «ελεύθερο κόσμο», ακόμη και στο «σπίτι των ελεύθερων» (ΣτΜ: Αμερική), θεωρούν αυτή την κατάσταση, ή ορισμένα στοιχεία της, ως φυσικά, απαραίτητα και αναλλοίωτα. Θεωρούν ότι είναι ο τρόπος που υπήρχε πάντα και ως εκ τούτου ο τρόπος που πρέπει να συνεχίσει να είναι. Αυτό μπορεί να οφείλεται σε πεποίθηση ή σε άγνοια – συχνά οφείλεται και στα δύο. Στο πέρασμα των αιώνων, οι περισσότεροι άνθρωποι της κατώτερης τάξης δεν είχαν καμία δυνατότητα να γνωρίσουν ότι οποιαδήποτε άλλη μορφή κοινωνίας έχει υπάρξει ή θα μπορούσε να υπάρχει – και ότι η αλλαγή είναι δυνατή. Μόνο οι ανώτερης τάξης άνθρωποι είχανε αρκετές γνώσεις για να το γνωρίζουν – και είναι η δική τους εξουσία και τα προνόμια που θα βρεθούν σε κίνδυνο αν αλλάξει η τάξη των πραγμάτων.

Αλλά πέρα από την αυταπόδεικτη αλήθεια ότι όσοι βρίσκονται στην εξουσία είναι καλύτερα εξοπλισμένοι για να παραμείνουν στην εξουσία, η Le Guin υποστηρίζει ότι υπάρχει μια μεγαλύτερη αποτυχία στην μυθοπλαστική ηθική που κρατά στην εξουσία τις καταπιεστικές δομές. Όπως γράφει:

Έχουμε κάθε λόγο να είμαστε προσεκτικοί, να είμαστε ήσυχοι, να μην ταράξουμε τα νερά. Διακυβεύεται ένα μεγάλο μέρος της ειρήνης και της ηρεμίας μας. Η πνευματική και ηθική μεταστροφή από την άρνηση της αδικίας στη συνειδητοποίηση της, γίνεται συχνά με πολύ υψηλό κόστος.

[…]

Τα τελευταία λόγια του Mahabharata ήταν, «Με κανένα τρόπο δεν μπορώ να επιτύχω έναν στόχο πέρα των δυνατοτήτων μου.» Είναι πιθανό ότι η δικαιοσύνη, μια ανθρώπινη ιδέα, είναι ένας στόχος πέρα από τις ανθρώπινες δυνατότητες. Είμαστε καλοί στο να εφευρίσκουμε πράγματα που δεν μπορούν να υπάρξουν.

Ίσως η ελευθερία να μην μπορεί να επιτευχθεί με τα ανθρώπινη μέσα, αλλά πρέπει να παραμείνει μια πνευματική αξία που δεν εξαρτάται από τις περιστάσεις, ένα θείο δώρο… Το πρόβλημά μου με αυτό είναι ότι η υποτίμηση της εργασίας και των περιστάσεων ενθαρρύνει θεσμικές αδικίες που κάνουν το θείο αυτό δώρο απρόσιτο. Ένα δίχρονο παιδί που πεθαίνει από την πείνα ή από μια επίθεση με βόμβες δεν έχει πρόσβαση στην ελευθερία, ούτε σε κάποιο θείο δώρο, με κάποιον τρόπο που θα μπορούσα να περιγράψω με λόγια. Μπορούμε να επιτύχουμε με τις δικές μας προσπάθειες μόνο μία ατελή δικαιοσύνη, μια περιορισμένη ελευθερία. Καλύτερο από το τίποτα. Ας κρατήσουμε σφικτά αυτή την αρχή, την αγάπη για Ελευθερία, για την οποία η απελευθερωμένη σκλάβα, η ποιήτρια, μίλησε.

Απηχώντας τον ισχυρισμό της Susan Sontag ότι «το θάρρος είναι τόσο μεταδοτικό, όσο ο φόβος», η Le Guin αναλογίζεται την μη αναστρέψιμη και πολύπλοκη μηχανή (όπως εκείνες του Rube Goldberg) της ευαισθητοποίησης και δράσης μέσω της οποίας η αδικία αντιμετωπίζεται:

Η μετάβαση από την άρνηση της αδικίας στην αναγνώρισή της δεν μπορεί να αναστραφεί. Ό,τι είδαν τα μάτια σας, το είδαν. Μόλις δείτε την αδικία, δεν μπορείτε ποτέ ξανά με καλή πίστη να αρνηθείτε την καταπίεση και να υπερασπιστείτε τον καταπιεστή. Ό,τι ήταν πίστη, τώρα είναι προδοσία. Από τώρα και στο εξής, αν δεν αντισταθούμε, θα συντριβούμε. Αλλά υπάρχει μια μέση λύση μεταξύ άμυνας και επίθεσης, ένας τόπος ευέλικτης αντίστασης, ένας χώρος για αλλαγή. Δεν υπάρχει εύκολος τρόπος να το βρούμε ή να ζήσουμε με αυτό.

Συλλογιζόμενη τον ισχυρισμό της Audre Lord ότι δεν μπορεί κανείς να διαλύσει το σπίτι ενός αφέντη με τα εργαλεία του αφέντη, τον οποίο η Le Guin θεωρεί μια «πλούσια και επικίνδυνη» αλληγορία, γράφει:

Η δύναμη όχι μόνο διαφθείρει, εθίζει κιόλας. Η εργασία γίνεται καταστροφή. Τίποτα δεν χτίζεται. Οι κοινωνίες αλλάζουν με και χωρίς βία. Η επανεφεύρεση είναι δυνατή. Η ανοικοδόμηση είναι δυνατή. Ποια εργαλεία έχουμε για να οικοδομήσουμε παρά σφυριά, καρφιά, πριόνια – την εκπαίδευση, το να μάθουμε να σκεφτόμαστε, να αναπτύσσουμε δεξιότητες μάθησης;

Στα πλαίσια ενός συναισθηματισμού που φέρνει στο νου την υπέροχη ιδέα του μεγάλου τσελίστα Pau Casals – να κάνουμε τον κόσμο να αξίζει για τα παιδιά του, η Le Guin προσθέτει:

Υπάρχουν πράγματι εργαλεία που δεν έχουν εφευρεθεί, τα οποία θα πρέπει να εφεύρουμε, προκειμένου να χτιστεί το σπίτι που θέλουμε τα παιδιά μας να ζήσουν; Μπορούμε να συνεχίσουμε από με ό, τι γνωρίζουμε ως τώρα ή μήπως αυτό που γνωρίζουμε τώρα να μας κρατήσει από την εκμάθηση του τι πρέπει να γνωρίζουμε; Για να μάθουν οι έγχρωμοι, οι γυναίκες, οι φτωχοί, όσα πρέπει να διδαχτούν, να μάθουν τη γνώση που χρειάζονται, μήπως πρέπει να ξεμάθουν όλες τις γνώσεις των λευκών, των ανδρών και των ισχυρών;

Το πιο ισχυρό τέτοιο εργαλείο, υποστηρίζει η Le Guin, είναι η φαντασία – η ικανότητα και η προθυμία να φανταστούμε εναλλακτικές λύσεις για την πραγματικότητα όπως την ξέρουμε, το οποίο είναι πάντα το πρώτο βήμα προς την κατεύθυνση να καταστεί δυνατή μια διαφορετική και καλύτερη πραγματικότητα. Δίνει έμφαση στην αφήγηση ως το πιο ισχυρό εργαλείο φαντασίας στην επέκταση της αντίληψής μας για το εφικτό:

Η Ουτοπία και η Δυστοπία, αποτελούν πνευματικά οικοδομήματα. Γράφω ορμώμενη από πάθος και παιχνιδιάρικη διάθεση. Οι ιστορίες μου δεν είναι ούτε τρομερές προειδοποιήσεις ούτε σχέδια για το τι θα έπρεπε να κάνουμε. Οι περισσότερες από αυτές, νομίζω, είναι κωμωδίες των ανθρώπινων ηθών, υπενθυμίσεις της άπειρης ποικιλίας των τρόπων με τους οποίους μπορούμε πάντα να γυρνάμε γύρω από το ίδιο μέρος, αποτελούν γιορτές της άπειρης ποικιλίας εφευρέσεων όπου ακόμη περισσότερες εναλλακτικές λύσεις και εφικτές.

[…]

Για μένα το σημαντικό είναι να μην προσφέρω καμία συγκεκριμένη ελπίδα βελτίωσης αλλά να σχηματίσω μια ιδεατή αλλά πειστική εναλλακτική πραγματικότητα, να αποσπάσω το μυαλό μου και έτσι να απομακρυνθεί από το μυαλό του αναγνώστη η τεμπέλικη, δειλή συνήθεια της σκέψης ότι ο τρόπος που ζούμε τώρα είναι ο μόνος τρόπος που οι άνθρωποι μπορούν να ζήσουν. Είναι αυτή η αδράνεια που επιτρέπει στα θεσμικά όργανα της αδικίας να συνεχίζουν ανενόχλητα.

Η φαντασία και ειδικά η επιστημονική φαντασία, βοηθούν στην αντίληψη εναλλακτικών δυνατοτήτων για τον πραγματικό κόσμο στον σημερινό αναγνώστη. Οι νέοι άνθρωποι είναι γενικά πιο ανοιχτοί σε αυτό το είδος αφήγησης, γιατί στο σφρίγος και την προθυμία τους για νέες εμπειρίες καλωσορίζουν εναλλακτικές λύσεις, δυνατότητες και την ίδια την αλλαγή. Φτάνοντας να φοβούνται ακόμη και την ιδέα μιας αληθινής αλλαγής, πολλοί ενήλικες έχουν απαρνηθεί όλα τα έργα της ευφάνταστης λογοτεχνίας, κομπάζοντας πως δεν υπάρχει τίποτα πέρα από αυτό που ήδη γνωρίζουν ή που νομίζουν ότι ξέρουν.

Με συναίσθημα που θυμίζει τις όμορφες σκέψεις της Susan Sontag για την αφήγηση και τι αυτή σημαίνει για ένα ηθικό ανθρώπινο ον, η Le Guin εξετάζει το έργο της μυθοπλαστικής αφήγησης και την τελική ανταμοιβή της:

Η άσκηση της φαντασίας είναι επικίνδυνη για όσους επωφελούνται από τον τρόπο που τα πράγματα είναι επειδή έχει τη δύναμη να δείξει ότι η παρούσα κατάσταση των πραγμάτων δεν είναι μόνιμη, δεν είναι καθολική, δεν είναι απαραίτητη. Έχοντας αυτήν την πραγματική, όμως περιορισμένη, εξουσία να θέσει υπό αμφισβήτηση καθιερωμένους θεσμούς, η μυθοπλαστική λογοτεχνία έχει επίσης την ευθύνη της εξουσίας. Ο αφηγητής είναι ο δότης της αλήθειας.

[…]

Δεν θα γνωρίσουμε τη δική μας αδικία αν δεν μπορέσουμε να φανταστούμε πώς είναι η δικαιοσύνη. Δεν θα είμαστε ελεύθεροι, αν δεν φανταστούμε πώς είναι η ελευθερία. Δεν μπορούμε να απαιτήσουμε από κάποιον να προσπαθήσει να επιτύχει τη δικαιοσύνη και την ελευθερία που δεν είχε την ευκαιρία να φανταστεί ως εφικτές.

Συμπληρωματικά: αναζητήστε το – κάθε άλλο παρά αναλώσιμο – The Wave in the Mind, το οποίο πήρε το όνομά του από μια μεταφορά της Βιρτζίνια Γουλφ για τη συνείδηση, που παραμένει ένα από τα πιο λυτρωτικά και ευανάγνωστα βιβλία που έχω ποτέ συναντήσει, με τον Albert Camus να σμιλεύει έναν ισχυρό χαρακτήρα, την Rebecca Solnit να δημιουργεί την ελπίδα αναφορικά με την ηθική φαντασία μας και τον Neil Gaiman να μιλά για το πώς οι ιστορίες μας αλλάζουν. Μετά μπορείτε να επιστρέψετε και να επανεξετάσετε τις συμβουλές της Le Guin για την συγγραφή.

Άλλες μεταφράσεις: toperiodiko