Σε μία πρόσφατη έκθεση φωτογραφίας είχα μια ενδιαφέρουσα συζήτηση με μια νεαρή γυναίκα που εργάζεται στην γκαλερί. Καθώς απομακρυνόταν είδα στο πίσω μέρος της μπλούζας της την επιγραφή
Σύνδεσμος πελάτη . Ένιωσα κενός. Όλη η συζήτησή μας τώρα φαινόταν λιγότερο σημαντική και η εμπειρία μου εκφυλίστηκε σε μια ακόμα εμπορική συναλλαγή. Η σχέση μου πια με την γκαλερί και αυτό το ενδιαφέρον πρόσωπο μετατράπηκε σε μια οικονομική ανταλλαγή.Το μήνυμα που κρύβει η χρήση του όρου πελάτης για τόσο διαφορετικά είδη ανθρώπινης δραστηριότητας είναι ότι σχεδόν σε όλες τις καθημερινές μας δραστηριότητες λειτουργούμε σαν πελάτες σε μια αγορά. Και αυτή η αλήθεια δεν ήρθε κατά τύχη αλλά μέσω διευθυντικών οδηγιών αλλά και της ριζικής μετονομασίας των θεσμικών πρακτικών. Η επιτακτική άσκηση της
ελεύθερης επιλογής – του παθολόγου μας, του νοσοκομείου, των σχολείων των παιδιών μας – τότε γίνεται επίσης ένα μάθημα στην κοινωνική ταυτότητα, επιβεβαιώνοντας κάθε φορά την ταυτότητά μας ως καταναλωτές.Αυτό είναι ένα κρίσιμο σημείο του τρόπου που ο νεοφιλελευθερισμός έχει γίνει μέρος της κοινής λογικής που αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο. Το λεξιλόγιο που χρησιμοποιούμε για να μιλήσουμε για την οικονομία είναι στην πραγματικότητα μια πολιτική κατασκευή, όπως ο Stuart Hall, ο Michael Rustin και εγώ έχουμε υποστηρίξει στο Soundings manifesto.
Μια άλλη λέξη που ενισχύει την νεοφιλελεύθερη κοινή λογική είναι η «ανάπτυξη», που θεωρείται σήμερα ως ο μοναδικός στόχος της οικονομίας μας. Η παραγωγή της ανάπτυξης και μετά (ίσως) η αναδιανομή μέρους αυτής, υπήρξε κοινός στόχος τόσο του νεοφιλελευθερισμού όσο και της σοσιαλδημοκρατίας. Στην πιο βάναυση διατύπωσή της αυτή συνεπάγεται την παροχή των κατάλληλων συνθηκών στον τομέα της αγοράς να παράξει ανάπτυξη, την αποδοχή ότι αυτό θα επιφέρει ανισότητα, και στη συνέχεια, στηριζόμενη στην αναδιανομή κάποιου μέρους αυτής της ανάπτυξης, θα συμβάλει στην αποκατάσταση των ανισοτήτων που έχουν προκύψει από την παραγωγή της.
Αυτό φυσικά δεν αμφισβητεί καθόλου τους μηχανισμούς που δημιουργούν ανισότητες, και επίσης σημαίνει ότι οι κύριες γραμμές της πάλης είναι πολύ συχνά εστιασμένες αποκλειστικά στα θέματα ανακατανομής του πλούτου. Επιπρόσθετα, σήμερα ζούμε μια βίαιη αντίδραση ώστε να εξισορροπήσουν τα περιορισμένα αναδιανεμητικά κέρδη από την εργασία στο πλαίσιο της κοινωνικής δημοκρατίας. Παρ’ όλα αυτά, η ανάπτυξη εξακολουθεί να θεωρείται πως παρέχει λύση στα προβλήματά μας.
Ο δεύτερος λόγος που η τωρινή άποψή μας για την δημιουργία πλούτου, και της δέσμευσης μας για την ανάπτυξή του, πρέπει να αμφισβητηθεί έχει να κάνει με την σχέση μας με τον πλανήτη. Η περιβαλλοντική ζημιά που προκλήθηκε από το κυνήγι της ανάπτυξης απειλεί με καταστροφή – και είμαστε ήδη μάρτυρες κάποιων ενδείξεων της. Και τρίτο -και ίσως το σημαντικότερο- ελάττωμα αυτής της προσέγγισης είναι ότι η αύξηση του πλούτου, ειδικά όπως υπολογίζεται με τους σύγχρονους νομισματικούς όρους, έχει λίγες πραγματικές συνέπειες στην άποψη των ανθρώπων για την ευημερία από την στιγμή που υπάρχει επάρκεια στην κάλυψη των βασικών αναγκών, όπως συμβαίνει στην Μεγάλη Βρετανία. Με την επιδίωξη της «ανάπτυξης» με αυτούς τους όρους, ως μέσο για την υλοποίηση των στόχων ζωής και των επιθυμιών των ανθρώπων, οι οικονομίες κυνηγούν χίμαιρες.
Αντί για την αδυσώπητη αναζήτηση της ανάπτυξης, θα μπορούσαμε να θέσουμε το ερώτημα, στο τέλος:
Η τρέχουσα αντίληψή μας προσδίδει στην αγορά και στις σχετιζόμενες μορφές της ένα ξεχωριστό καθεστώς. Σκεφτόμαστε την οικονομία με όρους φυσικών δυνάμεων στις οποίες περιστασιακά παρεμβαίνουμε, παρά με όρους ενός συνόλου ποικίλων κοινωνικών σχέσεων που χρειάζονται κάποιου είδους συντονισμό.
Η εργασία, για παράδειγμα, γίνεται αντιληπτή με έναν πολύ στενό και
εργαστηριακό τρόπο. Εκεί που μόνο οι συναλλαγές με χρήμα αναγνωρίζονται ως αυτές που εντάσσονται στην οικονομία, ένας μεγάλος όγκος απλήρωτης εργασίας – όπως αυτή που υπάρχει μέσα στις οικογένειες και στις τοπικές κοινωνίες – παραμένει μη μετρήσιμη και χωρίς αναγνωρισμένη αξία. Πρέπει να αμφισβητήσουμε την γνωστή κατηγοριοποίηση της οικονομίας ως ενός χώρου στον οποίο οι άνθρωποι εισέρχονται απρόθυμα για να αναλάβουν κάποια δυσάρεστη και ανεπιθύμητη εργασία με υλικά ανταλλάγματα που μπορούν μετά να χρησιμοποιήσουν για κατανάλωση.Αυτή είναι μια άποψη που δεν λαμβάνει υπόψιν που βρίσκεται η ευχαρίστηση και η ικανοποίηση στην ανθρώπινη ζωή. Η εργασία συνήθως – και οπωσδήποτε θα έπρεπε να – είναι η κεντρική πηγή νοηματοδότησης και εκπλήρωσης στην ανθρώπινη ζωή. Και έχει – ή θα μπορούσε να έχει – ηθικές και δημιουργικές αξίες στον πυρήνα της. Μια επανεξέταση της εργασίας θα μπορούσε να μας οδηγήσει να αντιμετωπίσουμε πιο δημιουργικά τόσο τις κοινωνικές σχέσεις της εργασίας όσο και τον καταμερισμό της εργασίας μέσα στην κοινωνία (συμπεριλαμβανομένης μιας καλύτερης κατανομής των κουραστικών εργασιών, καθώς και των δεξιοτήτων).
Υπάρχουν πολλά παραδείγματα όρων του οικονομικού μας λεξιλογίου που σπάνια έχουν εξεταστεί εξονυχιστικά , για παράδειγμα ενός συνόλου όρων που αφορούν τις επενδύσεις και τις δαπάνες, όρων που φέρουν μια υποβόσκουσα ηθική χροιά. Η επένδυση υποδηλώνει έμμεσα μια δράση, ακόμα και θυσία, που θα πρέπει να αναληφθεί για ένα καλύτερο μέλλον. Δημιουργεί στη φαντασία μια θετική μελλοντική έκβαση. Οι δαπάνες από την άλλη, μοιάζουν απλώς με κόστη και επιβαρύνσεις.
Πάνω απ’ όλα, θα πρέπει να φέρουμε το οικονομικό λεξιλόγιο πίσω στον πολιτική διαμάχη και να αμφισβητήσουμε τον ίδιο τον τρόπο που σκεφτόμαστε για την οικονομία σε πρώτο πλάνο. Για να φανταστούμε κάτι νέο, πόσο μάλλον αυτό να γεννηθεί, η τρέχουσα οικονομική «κοινή λογική» μας πρέπει να αμφισβητηθεί εκ βάθρων.