Skip to content →

Το τέλος του κόσμου όπως το ξέρουμε; (μια κριτική στο βιβλίο “Η κατάρρευση της Παγκοσμιοποίησης” του John Ralston Saul)

Martin Jacques, The Guardian [23.07.2005]

μετάφραση

≃6' λεπτά

1024px-Manifestation_anti-G8_au_Havre_-_21_mai_2011_-_025_v1

Έχουν υπάρξει αμέτρητα βιβλία που περιγράφουν την άνοδο της παγκοσμιοποίησης, αλλά η παρακμή της, αν και δεν είναι νέα, αποτελεί άγνωστο τοπίο. Αυτή είναι η ουσία του βιβλίου του John Ralston Saul. Ο ίδιος χρονολογεί την άνοδο της παγκοσμιοποίησης από το 1971 και υποστηρίζει ότι κεντρικό δόγμα της είναι πως «ο πολιτισμός πρέπει να ιδωθεί μέσα από την οικονομία και μόνο». Περιγράφει την άνοδο της ιδεολογίας του ελεύθερου εμπορίου από τα μέσα του 19ου αιώνα σαν ένα μονοδιάστατο και οικονομικά φονταμενταλιστικό φαινόμενο. Υπάρχουν πολλά να επαινεθούν στο ξεμπρόστιασμα της παγκοσμιοποίησης που επιχειρεί, ή μάλλον στην ιδεολογία της παγκοσμιοποίησης: είναι ενημερωτικό, καθηλωτικό και πάνω από όλα δηκτικό.

Ο Saul βλέπει ως ακμή της παγκοσμιοποίησης τα μέσα της δεκαετίας του ’90. Μέχρι εκείνη την στιγμή, τα επιτόκια είχαν μειωθεί αισθητά, εκατοντάδες εμπορικές συμφωνίες είχαν υλοποιηθεί, οι φορολογικοί συντελεστές για τους πλούσιους είχαν  πέσει, οι παγκόσμιες αγορές είχαν  κυριαρχήσει, και η ιδιωτικοποίηση και η απορρύθμιση είχαν σαρώσει τον κόσμο. Ακόμα και το κομμουνιστικό μεγαθήριο είχε υποκύψει. Το έτος 1995, το οποίο προκρίνει ο Saul ως το αποκορύφωμα της παγκοσμιοποίησης,  ιδρύεται ο ΠΟΕ (Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου), το σώμα που θα προΐσταται πια της νέας παγκόσμιας οικονομικής τάξης. Ωστόσο, μέσα σε πέντε μόλις χρόνια, το κίνημα είχε αρχίσει να κλονίζεται. Η ασιατική οικονομική κρίση του 1997-98 υπογράμμισε την εγγενή αστάθεια του νέου συστήματος. Προς κατάπληξη και οργή της διεθνούς οικονομικής κοινότητας, η Μαλαισία επέβαλε ελέγχους κεφαλαίων και αποδείχθηκε σωστή εκ του αποτελέσματος. Το 1999, η διάσκεψη του ΠΟΕ στο Σηάτλ ήταν η αφορμή για τεράστιες διαδηλώσεις κατά της παγκοσμιοποίησης. Και ένα χρόνο νωρίτερα, οι συνομιλίες για την Πολυμερή Συμφωνία για τις Επενδύσεις (ΠΣΕ) κατέρρευσαν.

Αξίζει να θυμηθούμε τι συνέβη με την ΠΣΕ. Στη βασική παράγραφό της εγγυούταν ότι οι ξένοι επενδυτές θα λάμβαναν «μεταχείριση όχι λιγότερο ευνοϊκή από τη μεταχείριση που παραχωρεί μια χώρα στους δικούς της επενδυτές και τις επενδύσεις τους σε σχέση με τη δημιουργία, την απόκτηση, τη χρήση, την απόλαυση και την πώληση ή άλλου είδους διάθεση των επενδύσεων». Αυτό αποτελούσε παγκοσμιοποίηση με αρκετή δόση έπαρσης, ένα εξαιρετικό παράδειγμα της νεο-αποικιοκρατίας (όπως – ορθώς – ονομάζεται) σε δράση: αποδείχθηκε επίσης πως ήταν ύβρις με διάθεση επεκτατισμού. Ο αναπτυσσόμενος κόσμος αντιστάθηκε με επιτυχία στην πρόταση, η οποία βρήκε άδοξο τέλος.

Από τότε, η διαδικασία του ΠΟΕ έχει παραλύσει, ο αναπτυσσόμενος κόσμος απόκτησε νέα φωνή και εμπιστοσύνη που προσωποποιείται στην ad hoc συμμαχία της Κίνας με την Ινδία, τη Βραζιλία και τη Νότια Αφρική. Εν τω μεταξύ, η σύγκρουση μεταξύ της Βραζιλίας, της Νότιας Αφρικής και των δυτικών φαρμακευτικών εταιρειών  – με τις παράλογα υψηλές τιμές και την επιμονή τους στα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας (που πολύ σωστά περιγράφει ο Saul ως εξωφρενική μορφή συναλλαγών με κουπόνια) – έφερε στο προσκήνιο ό, τι στο παρελθόν αποτελούσε μάλλον προϊόν εσωτερικής κατανάλωσης, συμβάλλοντας στην περαιτέρω εξαγρίωση του παγκόσμιου κοινού.

Ο Saul πιστεύει πως η παγκοσμιοποίηση είναι πλέον σε ύφεση. Αυτό είναι πιθανώς σωστό. Ο ίδιος παρομοιάζει τη σημερινή εποχή – ή το μεσοδιάστημα – με την δεκαετία του ’70, όταν το παλιό κεϋνσιανό σύστημα διογκωνόταν άναρχα, αλλά η νεοφιλελεύθερη εποχή που το αντικατέστησε δεν ήταν αρκετά ισχυρή ή συνεκτική για να το υπερκαλύψει. Ως εκ τούτου, ο ίδιος πιστεύει ότι τώρα ζούμε σε κάτι κενό. Υποτιμά, ωστόσο, πόσα κατάλοιπα του παλιού συστήματος παραμένουν στη θέση τους και σε ποιο βαθμό η νεοφιλελεύθερη λογική παραμένει κυρίαρχη.

Ο Saul περιέργως αποτυγχάνει να εξετάσει τι μπορεί να συμβεί στο παρόν παγκόσμιο σύστημα. Ορθώς υποστηρίζει ότι προς το παρόν χαρακτηρίζεται από στασιμότητα. Αλλά θα μπορούσε πραγματικά να αντιστραφούν τα πράγματα όπως συνέβη την τελευταία περίοδο της παγκοσμιοποίησης μεταξύ 1870 και 1914; Το κλειδί είναι σχεδόν βέβαιο ότι βρίσκεται στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες υπήρξαν ο κύριος αρχιτέκτονας του σημερινού συστήματος. Δεν είναι με κανένα τρόπο απίθανο κάποια στιγμή να αποφασίσει πως η παγκοσμιοποίηση δεν συνάδει πλέον επαρκώς με τα συμφέροντά της και, ταυτόχρονα, ενισχύει τα συμφέροντα άλλων, ιδίως στην Ανατολική Ασία, η οποία στην περίπτωση αυτή εκπροσωπείται από την Κίνα. Έχουμε ήδη γίνει μάρτυρες μιας έντονα εθνικιστικής στροφής στην αμερικανική εξωτερική πολιτική, και εξ’ αρχής δεν υπάρχει κανένας λόγος να μην γίνει το ίδιο και στην οικονομική πολιτική. Μία από τις αδυναμίες του βιβλίου, στην πραγματικότητα, είναι η απουσία οποιασδήποτε πραγματικής συζήτησης για την νεο-συντηρητική στροφή στην πολιτική των ΗΠΑ.

Επίσης ο Saul δεν δίνει και τη δέουσα σημασία στην άνοδο της Ινδίας και της Κίνας. Δεν είναι ένοχος – όπως τόσοι άλλοι δυτικοί συγγραφείς – για την παράλειψη να δοθεί η δέουσα προσοχή στον αναπτυσσόμενο κόσμο. Καταλαβαίνει την κεντρική σημασία της ανάδειξής τους ως ανεξάρτητα κράτη, τη σημασία του έθνους-κράτους, τη διάχυτη κληρονομιά της αποικιοκρατίας, και τις αυτοκρατορικές φιλοδοξίες του αναπτυγμένου κόσμου. Αλλά έχοντας το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον, δεν αποκτάς καμιά ιδέα στο πώς ο κόσμος αναδιαμορφώνεται βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα από την άνοδο της Κίνας και της Ινδίας, καθώς και τι αυτό μπορεί να σημαίνει και τι επιπτώσεις θα έχει για την παγκόσμια τάξη και τη Δυτική πολιτική.

Είναι ένα κατ’ εξοχήν ευανάγνωστο βιβλίο. Το κύριο βάρος της επιχειρηματολογίας του είναι σίγουρα σωστό και το γεγονός ότι το περιεχόμενο είναι σχετικά οικείο δεν είναι κακό: μετά από χρόνια όπου αναγκαζόμαστε  να διαβάζουμε  κάθε κείμενο, κάθε ομιλία, κάθε άρθρο απο τον ύμνο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, είναι μια ανάσα φρέσκου αέρα να διαβάσετε μια τέτοια έκδοση. Αλλά καθώς στρέφει την προσοχή του στο μέλλον, το βιβλίο γίνεται αόριστο και θεωρητικό. Ίσως ο λόγος είναι ότι αποτελεί ουσιαστικά ένα έργο σχολιασμού, αν και διορατικό, ενημερωτικό και ψυχαγωγικό. Ο Saul μπορεί σε μεγάλο βαθμό να έχει δίκιο για το τελευταίο τέταρτο του αιώνα, αλλά δίνει την αίσθηση σαν να έχει σκοντάψει στο σκοτάδι, όσον αφορά τον επόμενο.