Skip to content →

Ο John Ralston Saul καλεί όλους τους Καναδούς να μην παραμένουν άλλο αδρανείς

John Ralston Saul, the Globe and Mail [31.10.2014]

μετάφραση

≃7' λεπτά

Πηγή: Wikipedia Commons

Τον χειμώνα του 2012-13, ο John Ralston Saul παρακολούθησε το κίνημα Idle No More να εξαπλώνεται σε όλη τη χώρα (Καναδά), να οδηγεί χιλιάδες αυτόχθονες στους δρόμους και να φέρνει στο επίκεντρο ένα ευρύ φάσμα θεμάτων.

Όταν οι δημόσιες διαμαρτυρίες σταμάτησαν και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης προχώρησαν παρακάτω, αποφάσισε να γράψει κάτι – ένα φυλλάδιο ή μανιφέστο με σκοπό να βοηθήσει τους μη «γηγενείς» να καταλάβουν τι είχε μόλις συμβεί. Σύμφωνα με τον Saul, όταν οι ηγέτες τους μιλούν, πολλοί Καναδοί έχουν την τάση να παρερμηνεύουν το τι λένε.

Έτσι βγήκε το νέο του βιβλίο The Comeback, η ιστορία ενός κινήματος που ξεκίνησε να δημιουργείται λίγο περισσότερο από έναν αιώνα πριν, απ’ τα χαμηλά, φτάνοντας τώρα να διεκδικεί μια κεντρική θέση στα καναδικά ζητήματα.

Ο συγγραφέας ξεκινά απορρίπτοντας το αίσθημα συμπάθειας, τον τρόπο δηλαδή που οι περισσότεροι Καναδοί αντιμετωπίζουν τα εγχώρια θέματα. Πιστεύει πως αυτό είναι ένας ήπιος ρατσισμός. Η συμπάθεια είναι θεμιτή ως εισαγωγικό σημείο, αλλά στο τέλος θολώνει το γιατί τα πράγματα είναι όπως είναι.

«Το πραγματικό πρόβλημα είναι ότι έχουν δικαιώματα, αλλά τους  έχουν αφαιρεθεί», λέει συνομιλώντας στο σαλόνι του στο Τορόντο αυτή την εβδομάδα. «Αν είχαν και πάλι δικαιώματά με την πλήρη έννοια της λέξης, δεν θα χρειαζόταν να αισθάνονται συμπάθεια. Η συμπάθεια είναι ένας τρόπος για να μην ασχολείσαι με τα κεντρικά ζητήματα γύρω σου».

Οι συνθήκες αποτελούν το επίκεντρο του The Comeback. Η εισαγωγική σελίδα είναι αφιερωμένη σε μια εικόνα: την «Ειρήνη του Μόντρεαλ» του 1701 (εικόνα πάνω), υπογεγραμμένη από τους Ιροκουά, την ένωση περισσοτέρων από 30 φυλών ιθαγενών και της Νέας Γαλλίας, την οποία ο Saul αποκαλεί την απαρχή της «καναδικής συνθήκης». Οι συγκεκριμένες συμφωνίες που αφορούσαν τον διαμοιρασμό της γης είναι αυτές που κάνουν δυνατό τον σύγχρονο Καναδά. «Είμαστε όλοι άνθρωποι της συνθήκης», λέει ο Saul. «Κάθε Καναδός είναι συνταγμένος με αυτές τις συμφωνίες και οι συμφωνίες αυτές έχουν νόημα.»

Μέχρι περίπου το 1850, οι αυτόχθονες πληθυσμοί ήταν ισχυροί ηγέτες και εταίροι στην ιστορία του Καναδά, λέει ο Saul. Ήταν σε αυτή την πρώιμη περίοδο διακανονισμού που σχηματίστηκε ο χαρακτήρας της χώρας – για παράδειγμα, η τήρηση μιας διαλλακτικής στάσης στα νέα μέλη, η αποδοχή της πολυπλοκότητας και η ευελιξία παρά η επιμονή ως προς τις άκαμπτες ταυτότητες που βρίσκονται μέσα στο ευρωπαϊκό ή αμερικανικό στυλ. Μετά από αυτό ξεκίνησε η νοσηρότητα, η εξαφάνιση του βουβάλου και η επιβολή ολοένα και περισσότερο κατασταλτικών νόμων που οδήγησαν στην καταλήστευση της ελευθερίας των ιθαγενών να μετακινούνται, να διεξάγουν εμπόριο και για να μεγαλώσουν τα παιδιά και τελικά στην παγίδευσή τους μέσα σε μια κατάσταση αδυναμίας. Αντιστάθηκαν, αλλά ήταν δύσκολο, και προσπάθεια αυτή πήρε το μεγαλύτερο μέρος του αιώνα.

«Από το 1850 και μετά, σταδιακά βλέπουμε το ξαναγράψιμο της καναδικής ιστορίας που προσπαθεί να εξαλείψει τον ρόλο και τη συμβολή των Αβορίγινων με κάθε τρόπο… Και αυτή είναι η περίοδος κατά την οποία συστήνονται τα πανεπιστήμια, τα εκπαιδευτικά προγράμματα, οπότε είναι έντονη η επιρροή της Βρετανίας και της Γαλλίας, εκεί  όπου δεν υπάρχουν  ιθαγενείς ή που αντιμετωπίζονται με υποτιμητικό τρόπο.»

Η συγγραφή του βιβλίου χρειάστηκε 28 προσχέδια, περίπου 20 περισσότερα από όσα συνηθίζεται, λέει ο Saul, συγγραφέας πολλών άλλων βιβλίων όπως το Voltaire’s Bastards και το πιο πρόσφατο A Fair Country. Ο Saul έχει διατελέσει επίσης πρόεδρος της PEN International και επικεφαλής του Ινστιτούτου για την καναδική ιθαγένεια.
Το The Comeback είναι σύντομο και σαφές –περιέχει  περίπου 180 σελίδες γραμμένες από τον Saul και ακόμα 80 σελίδες συνημμένων κειμένων – με σκοπό να διαβαστεί μέσα σε ένα απόγευμα. Τα κείμενα είναι εμπλουτισμένα με φωτογραφίες που υποστηρίζουν περαιτέρω τα επιχειρήματά του, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων με διανοούμενα νέα μέλη της ιθαγένειας που προέκυψαν από τη δημόσια συζήτηση γύρω από κίνημα Idle No More: άνθρωποι, όπως οι ακαδημαϊκοί Hayden King, Niigaan Sinclair και Taiaiake Alfred, καθώς και οι τέσσερις γυναίκες από το Saskatchewan που ίδρυσαν το κίνημα – οι Nina Wilson, Sylvia McAdam, Jessica Gordon και Sheela McLean.

«Όταν οι άνθρωποι βγουν πια στους δρόμους και μείνουν εκεί, κάνουν μια βαθιά δήλωση για την πνευματική τους κατάσταση», λέει ο Saul. «Αυτή ήταν μια πολύ ισχυρή ένδειξη για όποιον άκουγε ότι τα πράγματα αλλάζουν και, αν δεν κάνουμε κάτι πρακτικό και πραγματικό, [το κίνημα] θα επανέλθει με έναν τρόπο που κανείς μας δεν θα ξέρει. Θα μπορούσε να είναι βίαιος,  θα μπορούσε να είναι μια συνολική άρνηση για συνεργασία, θα μπορούσε να είναι απόσυρση από την αποδοχή επιχειρήσεων να έρθουν στην επικράτειά, θα μπορούσε να είναι οτιδήποτε. Όσο αφήσεις κάτι που πρέπει να γίνει, τόσο πιο απρόβλεπτο είναι το επόμενο του στάδιο.»

Ποιο είναι το επόμενο στάδιο; Ο Saul ισχυρίζεται ότι ο Καναδάς θα πρέπει να αναδιατυπώσει τη σχέση του με τους αυτόχθονες πληθυσμούς του. Η κυβέρνηση πρέπει να κινηθεί γρήγορα για τα δικαιώματα που προκύπτουν από τις συνθήκες και απαιτήσεις της γης, αποτρέποντας τον κίνδυνο στασιμότητας χρόνο με το χρόνο. Τα συνταγματικά ζητήματα έχουν λυθεί, τα δικαστήρια αποφαίνονται σταθερά υπέρ των δικαιωμάτων των ιθαγενών πάνω στα εδάφη τους. Δύο γενιές πριν, υπήρχε μόνο μια χούφτα ιθαγενών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση της χώρας. Σήμερα, υπάρχουν περισσότεροι από 30.000. Μία μορφωμένη μεσαία τάξη αυτοχθόνων είναι έτοιμη να πάρει το προβάδισμα.

Η ισχύς μετατοπίζεται. Ο Saul το επισημαίνει σε κάθε διαλλακτική συζήτηση, στο Ring of Fire στο βόρειο Οντάριο, όπου οι εταιρείες πρέπει να μάθουν να εμπλέκουν τον αυτόχθονα πληθυσμό ως ισότιμο εταίρο. Κοιτάξτε τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι των Métis και των πρώτων εθνών ανέκτησαν τις ταυτότητές τους απογράφοντας δεκάδες χιλιάδες. Αυτός είναι ο Νέος Καναδάς, είναι απλά η επανεμφάνιση του παλιού Καναδά. Η κυβέρνηση τώρα πρέπει να αναλάβει το ρόλο της.

«Μια μεγάλη μεταβίβαση εξουσίας και χρήματος αλλάζει πολλά πράγματα – απλά μετέφερε τη δύναμη και τα χρήματα, και άσε τα να πάρουν το δρόμο τους,» υποστηρίζει ο Saul. «Το ζήτημα είναι τα δικαιώματα που προκύπτουν από την Συνθήκη. Είναι στο ποσοστό των  75 σεντς στο δολάριο [στην κυβερνητική χρηματοδότηση] για την εκπαίδευση των αυτοχθόνων, ή ακόμα λιγότερο. Είναι προφανές ότι δεν θα έπρεπε να είναι στα 65 σεντ ή 75 σεντ, αλλά στα $ 1.25 ή $ 1.50. Απλά ας το κάνουν. Δεν υπάρχει τίποτα να σταματήσει τη κυβέρνηση από το να το κάνει.  Δεν είναι πρόβλημα της χρηματοδότησης, είναι πρόβλημα θέλησης και πολιτικής.»

«Το μήνυμα είναι πολύ απλό», προσθέτει. «Οι Καναδοί έχουν να οδηγηθούν σε κάλπες και να πουν: θα ψηφίσω για αυτόν τον άνθρωπο, γιατί αυτός ο άνθρωπος θα θέσει τα ζητήματα των αυτοχθόνων στην κορυφή του σωρού.»

«Οι Αυτόχθονες ηγέτες  λένε και σήμερα αυτά που επαναλαμβάνουν εδώ και ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα.»